ἀτελής

From LSJ
Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτελής Medium diacritics: ἀτελής Low diacritics: ατελής Capitals: ΑΤΕΛΗΣ
Transliteration A: atelḗs Transliteration B: atelēs Transliteration C: atelis Beta Code: a)telh/s

English (LSJ)

ές,

   A without end, i.e.,    1 not brought to an end or issue, unaccomplished, τῷ κε καὶ οὐκ ἀ. θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο Od.17.546; εἰρήνη ἐγένετο ἀ. the peace was not brought about, X.HG4.8.15; τὰ μὲν λελεγμένα ἄρρητ' ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι unaccomplished, i. e. harmless, S.El.1012.    2 incomplete, unfinished, ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν Pi.Fr.209; ἀτελεῖ τῇ νίκῃ . . ἀνέστησαν Th.8.27; of a building, ib.40; without end or purpose, ἡ φύσις οὐθὲν . . ἀτελὲς ποιεῖ Arist.Pol.1256b21.    3 inchoate, imperfect, of growth, Hp.Art.41 (Comp.); ᾠὰ ἀ. Arist.GA733a2; ζῷα ib.774b5; πολῖται ἀ., of minors, Id.Pol.1275a17; ἀ. συλλογισμός Id.APr.24a13; ἀ. ποιεῖν τινά castrate, Luc.Syr.D.20: Comp. -έστερος less highly developed, Phlp.in Ph.898.29. Adv. -λῶς incompletely, Arist.Pol.1275a13, dub. in Plu.2.472f.    4 never-ending, Δαναΐδων ὑδρεῖαι ἀ. Pl. Ax.371e.    5 indeterminate, Id.Phlb.24b; τὸ μὲν ἄπειρον ἀ. ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος Arist.GA715b14, cf. Pol.1256b21.    II Act., not bringing to an end, not accomplishing one's purpose, ineffectual, ἀτελεῖ νόῳ Pi.N.3.42; of persons, ἀποπέμπειν τινά Pl.Smp.179d; ἀ. περὶ τὸ κρίνειν imperfectly fitted for... Arist.Pol.1281b38; ἀ. εἴς τι Ph. 2.417: c. inf., unable to do effectually, ἄκυρος καὶ ἀ. σῶσαι And.4.9; invalid, δίκα Michel 196 (Elis).    2 not giving accomplishment to a thing, μαντεύμασι Pi.P.5.62.    III (τέλος IV) free from tax or tribute, Hdt. 2.168, 3.91, Lys.32.24: c.gen., ἀ. τῶν ἄλλων free from all other taxes, Hdt.1.192; καρπῶν ἀ. free from tithe on produce, Id.6.46; exempt, λῃτουργιῶν D.21.155; στρατείας ib.166, cf. IG22.1132.12, Arist.Pol. 1270b4; τοῦ ἄλλου (sc. φόρου) IG1.40; μετοικίου ib.2.121.    b of things, untaxed, ἀ. τὸν σῖτον ἐξάγειν D.34.36; ὅσα οἱ νόμοι ἀ. πεποιήκασιν Id.42.18.    2 of sums, without deduction, nett, ὀβολὸς ἀ. an obol clear gain, X.Vect.4.14 sq.; τριάκοντα μνᾶς ἀτελεῖς ἐλάμβανε τοῦ ἐνιαυτοῦ D.27.9.    3 not costly, S.Fr.268, Amphis 29, Paus.Gr.Fr. 305.    IV (τέλος v) uninitiated, c. gen., ἱερῶν h.Cer.481; ἀ. τῆς θέας Pl.Phdr.248b; prob. unmarried, Tab.Defix.Aud.68a: metaph., ἔρημον καὶ ἀ. φιλοσοφίαν λείπειν Pl.R.495c.

German (Pape)

[Seite 384] ές, 1) ohne Ende, nicht ausgeführt, οὐκ ἀτελὴς θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο Od. 17, 546; λόγος Plat. Prot. 314 c u. öfter; εἰρήνη ἀτελὴς ἐγένετο, kam nicht zu Stande, Xen. Hell. 4, 8, 15; vergeblich, nichts ausrichtend, νόος Pind. N. 3, 40; vgl. P. 5, 62; εὐχή Soph. Phil. 771; vgl. El. 1000; ὑδρεῖαι Δαναΐδων Plat. Axioch. 371 e; ὁμολογία, nicht gehaltener Vertrag, Legg. XI, 920 d; καὶ ἄκυρος δίκη XII, 954 e; καὶ ἄκυρος σῶσαι Andoc. 4, 9; c. gen., τῆς τοῦ ὄντος θέας Plat. Phaedr. 248 b; τοῦ ἔργου Dion. Hal. 8, 57; unendlich, neben ἄπειρος Plat. Phil. 24 b. – 2) unvollkommen, νίκη Thuc. 8, 27; Ggstz τέλειος, γένεσις Arist. Eth. Nic. 10, 3, vgl. 1, 5. – 3) frei von Staatslasten u. Abgaben, χώρην ἀτελέα νέμονται Her. 3, 97. 160; καρπῶν 6, 46; τριηραρχίας Dem. Lpt. 27; ἀτελῆ σῖτον ἐξάγειν Dem. 34, 36; vgl. Pol. 22, 26; μνᾶ ἀτελής Xen. Vect. 4, 15 Dem. 27, 9. 28, 12, wovon weiter kein Abzug stattfindet, also reiner Gewinn. – Auch = ohne Aufwand, Ael. Dion. bei Eust. 881, 26; ἀτελὲς δεῖπνον Amphis Ath. X, 421 a. – 4) uneingeweiht, ἱερῶν H. h. Cer. 481.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτελής: -ές, ἄνευ τέλους, δηλ., 1) ὁ μὴ ἐνεχθεὶς εἰς τέλοςπέρας, μὴ τελεσθείς, ἀτέλεστος, τῷ κε καὶ οὐκ ἀτελὴς Θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο Ὀδ. Ρ. 546· εἰρήνη ἐγένετο ἀτελής, ἡ εἰρήνη δὲν κατωρθώνη νὰ γείνῃ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 15. 2) οὐχὶ πλήρης, ἀτελείωτος, ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν Πινδ. Ἀποσπ. 227· τὰ μὲν λελεγμένα ἄρρητ’ ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι Σοφ. Ἠλ. 1012· ἀτελεῖ τῇ νίκῃ… ἀνέστησαν Θουκ. 8. 27· ἐπὶ οἰκοδομήματος, αὐτόθι 40· ἄνευ τέλους ἢ σκοποῦ, Λατ. irritus, ἡ φύσις οὐθέν… ἀτελὲς ποιεῖ Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 12. 3) ὁ ἀρχόμενος, ὁ ἀρχὴν λαμβάνων, ὁ μήπω συντελεσθείς, ἐπὶ αὐξήσεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807· ἔρημον καὶ ἀτ. φιλοσοφίαν λείπειν Πλάτ. Πολ. 495C· ᾠὰ ἀτ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 21. 14· ζῷα αὐτόθι 4. 6, 1, καὶ ἀλλ.· πολῖται ἀτ., cives non optimo jure, αὐτ. Πολ. 3. 1, 5· ἀτ. συλλογισμὸς ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 1, 7. κ. ἀλλ.· ἀτ. ποιεῖν τινα Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θ. 20: - Ἐπίρρ. -λῶς, οὐχὶ ἐντελῶς, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 5, Πλούτ. 2. 472F. 4) ὁ μὴ ἔχων τέλος, ἀτελῆ δ’ ὄντε δήπου παντάπασιν ἀπείρω γίγνεσθον Πλάτ. Φίληβ. 24Β. ΙΙ. ὁ μὴ φέρων τι εἰς πέρας, ὁ μὴ ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, Λατ. re infecta, ἀτελεῖ νόῳ Πινδ. Ν. 3. 74· ἐπὶ προσώπων, Ὀρφέα δὲ τὸν Οἰάγρου ἀτελῆ ἀπέπεμψαν ἐξ ᾍδου, φάσμα δείξαντες τῆς γυναικὸς ἐφ’ ἣν ἦκεν Πλάτ. Συμπ. 179D· μετὰ γεν., ἀτελὴς τῆς θέας ὁ αὐτ. Φαῖδρ, 248Β· ἀτελὴς περί τινος, μὴ ἐντελῶς κατάλληλος, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 9· ἀτελὴς εἴς τι Φίλων 2. 417· μετ’ ἀπαρεμ. ἀνίκανος νὰ πράξῃ τι ἀποτελεσματικῶς, ἄκυρος καὶ ἀτ. σῶσαι Ἀνδοκ. 30. 12. 2) ὁ μὴ ἐκπληρῶν, ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντύμασιν Πινδ. Π. 5. 83. ΙΙΙ. (τέλος IV.) ἀπηλλαγμένος φόρων ἢ εἰσφορῶν, «ἀσύδοτος», Λατ. immunis, ἢ ἀπολ., ὡς παρ’ Ἡροδ. 2. 168., 3. 91 καὶ Λυσ. 908. 3· ἢ μετὰ γεν., ἀτελὴς τῶν ἄλλων, ἀπηλλαγμένος πάντων τῶν ἄλλων φόρων, Ἡρόδ. 1. 192· καρπῶν ἀτ., ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τῆς δεκάτης ἐπὶ τῶν προϊόντων, ὁ αὐτ. 6. 46· τῶν ἄλλων λειτουργιῶν Δημ. 595. 4· στρατείας ὁ αὐτ. 568. 11· πάντων πραγμάτων ἀτελεῖς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. 737 β, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 18. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἀφορολόγητος, Δημ. 917. 26, πρβλ. 1044. 17. 2) ἐπὶ χρηματικοῦ ποσοῦ, τὸ μὴ ὑποκείμενον εἰς ἔκπτωσιν, «καθαρόν», «σωστόν», χιλίους ἀνθρώπους οὓς… ἐξεμίσθωσεν, ἐφ’ ᾦ ὀβολὸν… ἀτελῆ ἑκάστου τῆς ἡμέρας ἀποδιδόναι Ξεν. Πόρ. 4. 14 καὶ ἑξ.· τριάκοντα μνᾶς ἀτελεῖς ἐλάμβανε τοῦ ἐνιαυτοῦ Δημ. 816. 8· ἀτελέα ἔστω Συλλ. Ἐπιγρ. 2550. 23. 3) οὐχὶ δαπανηρός, Σοφ. Ἀποσπ. 248, Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1. IV. (τέλος V) ἀμύητος, μετὰ γεν., ἱερῶν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 481.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. (τέλος fin) sans fin :
1 qui n’arrive pas à terme, qui n’aboutit pas;
2 sans effet, sans résultat, vain;
3 inachevé, incomplet, imparfait;
II. (τέλος charge) exempt d’impôts ou de charges ; avec un gén., exempt de (qqe charge) ; en parl. de choses non taxé, non grevé.
Étymologie: ἀ, τέλος.

English (Autenrieth)

ές (τέλος): unaccomplished, unconsummated, Od. 17.546†.

English (Slater)

ᾰτελής
   1 ineffectual ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (pr., sc. Ἀπόλλων) (P. 5.62) μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται (N. 3.42) ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν (sc. τοὺς φυσιολογοῦντας) fr. 209.