ἔμπρακτος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ον,
A within one's power to do, practicable, μαχανά Pi.P.3.62: Comp. -ότερος, κένωσις Philum. ap. Orib.45.29.5, cf. Sor.2.9; Χρόνος ἔ. εἰς πάντα propitious, Heph.Astr.2.30, cf. Vett.Val.205.32, al.; ἐ. ῥητορική working rhetoric, Phld.Rh.1.10S., al.; also of persons, active, ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. D.S.13.102; τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι ready for... ib.70; τὸ ἔ. vigour, of oratory, Longin.11.2. Adv. -τως actively, Plu.Sert.4; effectively, Phld.Lib.p.380., Archig. ap. Aët.12.1. b holding office, ἄρχοντες Cod.Just.1.2.24.1. 2 ἔ. ἡμέρα day on which legal business may be transacted, POxy.1882.14 (vi A.D.). II under bond to pay, = εἴσπρακτος, IG7.3171.54 (Orchom. Boeot.).
German (Pape)
[Seite 817] 1) ausführbar, μηχανή Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; τόλμα D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῦν Plut. Sert. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπρακτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «μηδαμῶς δέ, ὦ προσφιλεστάτη ψυχή, θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, οἷον τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ λόγος πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, δραστήριος, περί τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι, ἑτοίμην πρός τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Σερτ. 4. ΙΙ. ὑποχρεωμένος νὰ πληρώσῃ, παρ’ οὗ δύναται νὰ εἰσπράξῃ τις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569α. 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on peut exécuter ou accomplir;
2 actif, énergique ; τὸ ἔμπρακτον, force, vigueur (d’un discours).
Étymologie: ἐμπράσσω.
English (Slater)
ἔμπρακτος, -ον
1 practicable, possible (cf. Forssman, 111f., Strömberg, Gk. Prefix Studies, 118ff.) τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν (P. 3.62)