ἐπιστατέω

From LSJ
Revision as of 14:10, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστᾰτέω Medium diacritics: ἐπιστατέω Low diacritics: επιστατέω Capitals: ΕΠΙΣΤΑΤΕΩ
Transliteration A: epistatéō Transliteration B: epistateō Transliteration C: epistateo Beta Code: e)pistate/w

English (LSJ)

pf.

   A ἐπεστάτηκα Michel164.10 (Delos):—to be an ἐπιστάτης, to be set over, ποιμνίοις S.OT1028, E.Fr.188.4; ἡ ψυχὴ ἐ. τῷ σώματι Pl.Grg.465d; ἐπιστήμη ἐ. τῇ πράξει Id.R.443e; τῷ τοῦ νομοθέτου ἔργῳ Id.Cra.390c, cf. 405d (but τέχνῃ according to art, Id.Plt. 293b): abs., Durrbach Choix d'inscrr. de Délos159, PCair.Zen.34.7; εἰ μὴ ἐπιστατοῖ τὸ τάττον Plot.4.4.16.    2. c. gen., to be in charge of, have the care of, τοῦ ἔργου Hdt.7.22; ἔργων X.Mem.2.8.3; ζῴων Id.Cyr.1.1.2; τοῦ εἶναι οἵους δεῖ ib.8.1.16; τῆς παιδείας Pl.R.600d; οὐκ ὀρθῶς ἂν ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν Id.Prt.338b; ὅλων τῶν πραγμάτων Isoc.4.104; τῶν λαῶν σκληρῶς ἐ. Mnaseas 32; . νοσεόντων Hp.Praec.6.    3. stand by, aid, οὐ ψεῦδις μάρτυς ἕργμασιν . Pi.N.7.49; Παιὼν τῷδ' ἐπεστάτει λόγῳ A.Ag.1248.    4. rarely c. acc., attend, follow, τίς γάρ με μόχθος οὐκ ἐπεστάτει; S.Fr.150.    5. stand in the rear rank, Ascl.Tact.10.15.    6. notice, observe, Sch.Pi. O.3.81.    II. at Athens and elsewhere, to be ἐπιστάτης or president (in the βουλή and ἐκκλησία), freq. at the head of decrees, ἔδοξεν τῷ δήμῳ· . . Νικιάδης ἐπεστάτει Th.4.118, cf. Ar.Th.374, Lexap.And.1.96, IG12.10, al., Arist.Ath.44.3; in other cities, SIG279.1 (Zelea, iv B.C.), OGI219.1 (Ilium, iii B.C.), etc.; προέδρων Inscr.Magn.2, al.: generally, preside over, δικαστηρίων OGI556.13 (Tlos).    2. exercise the office of ἐπιστάτης 111.2, τοῦ Καίσαρος ναοῦ ib.555.2 (Oenoanda): abs., SIG707.21 (Olbia, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 983] ein ἐπιστάτης sein, die Aufsicht worüber haben, vorstehen, besorgen, beaufsichtigen, οὐ ψεῦδιςμάρτυς ἕργμασιν ἐπιστατεῖ Pind. N. 7, 49; Παιὼν τῷδ' ἐπιστατεῖ λόγῳ Aesch. Ag. 1221; ποιμνίοις ἐπεστάτουν Soph. O. R. 1028. τοῦ ἔργου Her. 7, 22, v. l. ἐπέστασαν, sonst nicht bei Her.; gew. in Prosa c. dat., ἐπιστατεῖ ὁ θεὸς τῇ ἁρμονίᾳ Plat. Crat. 405 d; ἡ ψυχὴ τῷ σώματι Gorg. 465 c; τὸν ταῖς ἀγέλαις ἐπιστατήσοντα Polit. 294 e; τὴν ἐπιστατοῦσαν ταύτῃ τῇ πράξει ἐπιστήμην Rep. IV, 443 e, τοῖς αὐτοῖς Isocr. 3, 18, πᾶσι τοῖς τεχνίταις Plut. Pericl. 13; – c. gen., ποιμνίων Eur. fr. 25, τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν Plat. Prot. 338 b; Rep. VII, 521 e, τῶν πραγμάτων Isocr. 4, 105; τῶν λαῶν ἐπεστατηκέναι Ath. VIII, 346 d; νοσεόντων, Kranke besorgen, kuriren, Hippocr.; εἶναι, besorgen, daß Etwas geschehe, Xen. Cyr. 8, 1, 16. – Bes. in Athen. ἐπιστάτης sein, Th. 4, 118; vgl. Ar. Th. 373, ähnl. ἐπιστατοῦντος τοῦτο Περικλέους Plut. Pericl. 13; Inscr. – Herantreten, herannahen. τίς γάρ με μόγθος οὐκ ἐπεστάτει, traf mich nicht. Soph. frg. 163.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστᾰτέω: εἶμαι ἐπιστάτης, ἐπόπτης, ποιμνίοις Σοφ. Ο. Τ. 1028, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 188· ἡ ψυχὴ ἐπ. τῷ σώματι Πλάτ. Γοργ. 465C, 465C, πρβλ. Πολ. 443Ε· τῷ τοῦ νομοθέτου ἔργῳ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 390C, πρβλ. 405D. 2) μετὰ γεν., ἔχω τὴν ἐποπτείαν τινός, τὴν φροντίδα, τοῦ ἔργου Ἡρόδ. 7. 22· ἔργων Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· ζῴων ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 1, 2· τοῦ οἵους δεῖ εἶναι αὐτόθι 8. 1, 16· τῆς παιδείας Πλάτ. Πολ. 600D· οὐκ ἂν ὀρθῶς ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 338, πρβλ. Ἰσοκρ. 62C· ἐπ. τῶν νοσεόντων Ἱππ. 27. 7· καὶ ἀπολ., Πλάτ. Πολιτ. 293Β. 3) ἵσταμαι πλησίον, παρίσταμαι, ὑποστηρίζω, βοηθῶ, οὐ ψευδὴς μάρτυς ἔργμασιν ἐπ. Πινδ. Ν. 7. 71· Παιὼν τῷδ’ ἐπεστάτει λόγῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1248. 4) σπανίως μετ’ αἰτ., ἀκολουθῶ, τίς γάρ με μόχθος οὐκ ἐπεστάτει; Σοφ. Ἀποσπ. 163. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἶμαι Ἐπιστάτης, ἤτοι πρόεδρος (ἐν τῇ βουλῇ καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ), συχν. ἀπαντᾷ ἐπὶ κεφαλῆς ψηφισμάτων, ἔδοξε τῷ δήμῳ.. Νικιάδης ἐπεστάτει Θουκ. 4. 118, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 373, Ἀνδοκ. 13. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 73b. 1 (Προσθῆκ.), 74. 8., 76. 2, κτλ., καὶ ἴδε ἐπιστάτης, πρύτανις ΙΙ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28, ἔνθα καὶ παθ. ἐπιστατοῦμαι ὑπό τινος· ἴδε καὶ Παρατηρ. τοῦ αὐτοῦ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 363 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ion. ἐπεστάτεον;
I. se tenir au-dessus de, d’où
1 être épistate (ἐπιστάτης);
2 être préposé à, présider à ; avoir la surveillance, la direction, le soin : τινι, τινος de qqn ou de qch;
II. se tenir auprès de ; assister, seconder, τινι.
Étymologie: ἐπιστάτης.