ἄντρον

From LSJ
Revision as of 14:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντρον Medium diacritics: ἄντρον Low diacritics: άντρον Capitals: ΑΝΤΡΟΝ
Transliteration A: ántron Transliteration B: antron Transliteration C: antron Beta Code: a)/ntron

English (LSJ)

τό, poet. word,

   A cave, Hom. only in Od., as 9.216,al., cf. Hes.Th.483, Pi.P.1.17, etc.; of a lion, A.Eu.193; of a serpent, E. Ph.232.    II inner chamber, closet, LXX3 Ki.16.18.

German (Pape)

[Seite 265] τό, die Höhle, Grotte. Bei Auctoren aller Zeiten, von Hom. an, vgl. Od. 9, 216 ff 13, 103 ff 20, 21. 24, 6. Die Abltg von ἀνάτορος, ἀνατετρημένος ist sehr zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντρον: τό, Λατ. antrum, ποιητ. λέξις, σπήλαιον, κοιν. «σπηλῃὰ» Ὀδ. (οὐχὶ ἐν Ἰλ.) πρὸ πάντων ὡς οἰκητήριον τῶν νυμφῶν καὶ τῶν ὀρείων θεῶν, ὡς τὸ σπέος Ι. 216, 218, κτλ.· ὡσαύτως ἐν Ἡσ. Θ. 483, Πινδ., Τραγ., κλ.· ἐπὶ λέοντος, λέοντος ἄντρον αἱματορρόφου Αἰσχύλ. Εὐμ. 193· ἐπὶ δράκοντος, ζάθεά τ’ ἄντρα δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 232.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
grotte, antre, caverne.
Étymologie: DELG orig. peu claire.

English (Autenrieth)

cave, grot. (Od.)

English (Slater)

ἄντρον
   1 cave Ζεῦ τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα Ἰδαῖόν τε σεμνὸν ἄντρον (v. Ἰδαῖος) (O. 5.18) Τυφὼς . τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον (P. 1.17) εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων (P. 3.63) “σεμνὸν ἄντρον, Φιλλυρίδα, προλιπὼν” (P. 9.30) “ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” (I. 8.41) ἀντρόθε: “ἀντρόθε γὰρ νέομαι” (v. l. ἄντροθε) Jason speaks (P. 4.102)