ἐπίτροπος

From LSJ
Revision as of 14:31, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτροπος Medium diacritics: ἐπίτροπος Low diacritics: επίτροπος Capitals: ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: epítropos Transliteration B: epitropos Transliteration C: epitropos Beta Code: e)pi/tropos

English (LSJ)

ον, (ἐπιτρέπω)

   A one to whom the charge of anything is entrusted, steward, trustee, administrator, c.gen. rei, τῶν ἑωυτοῦ Hdt.1.108 ; τῶν οἰκίων Id.3.63 : abs., X.Oec.12.3, D.21.78, 27.19, Ev.Luc.8.3, etc.; steward, messman, X.Cyr.4.2.35 : metaph., τῶν [τοῦ Πρωταγόρου] ἐ. Pl.Tht.165a.    2 = Lat. procurator, Καίσαρος ἐ. Str.3.4.20, Plu.2.813e, etc.; ἐ. Σεβαστοῦ, -τῶν, OG1502.10 (Aezani, ii A.D.), 501.2 (Tralles, ii A.D.); ἐ. τῆς Ἠπείρου Arr.Epict.3.4.1 ; τῶν μετάλλων OG1678.5 (Egypt, ii A.D.), etc.    3 governor, viceroy, οἱ ἐ. τῆς Μέμφιος, Μιλήτου ἐ., Hdt.3.27,5.30, cf. 106.    4 executor, PPetr.3p.9, al.(iii B.C.).    II c.gen.pers., trustee, guardian, Hdt.4.76, Th.2.80, etc.; ἐ. τινι παίδων Hyp.Epit.42 : abs., Pl.Lg.924b, etc.; ὑπὸ ἐπιτρόπους εἶναι Ep.Gal.4.2 ; καθιστάναι ἐ. PRyl.153.18(ii A.D.): metaph., guardian, protector, θεὸς ἐ. ἐών Pi.O.1.106.

German (Pape)

[Seite 997] hingewandt, Schol. Lycophr. 1. – Gew. subst. der Aufseher, Verwalter, von der Gottheit, der Schützer, Pind. Ol. 1, 106; τῶν οἰκίων Her. 3, 63; τῶν ἑωυτοῦ 1, 108; τῆς σκηνῆς Xen. Cyr. 4, 2, 35; ὁ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐπ. Oec. 12, 2; οἱ ἐν τοῖς χωρίοις Plat. Legg. VIII, 849 d; neben ταμίας Ar. Eccl. 212; Geschäftsführer, Dem. 27, 19; bes. der Vormund, Her. 9, 10; Thuc. 2, 80; Plat. Alc. I, 118 c u. öfter; τὴν κτῆσιν τοὺς ἐπιτρόπους ἐπιτροπεύειν Legg. IX, 877 c; Oratt.; Plut. Lys. 3 Dem. 6 u. sonst; – Statthalter, τῆς Μέμφιος Her. 3, 27, Μιλήτου 5, 30; u. bes. Sp. in den Provinzen, ὁ κατὰ τὴν Λιβύην ἐπ. Hdn. 7, 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτροπος: -ον, (ἐπιτρέπω) ἄνθρωπος εἰς ὃν εἶναι ἐμπεπιστευμένη ἡ φροντὶς πράγματός τινος, οἰκονόμος, ἐπιστάτης, φροντιστής, κυβερνήτης, κτλ.· μετὰ γεν. πράγμ., τῶν ἑωυτοῦ Ἡρόδ. 1. 108· τῶν οἰκιῶν 3. 63· τῶν πατρῴων Δημ. 539. 23, πρβλ. 565. 15: τοπάρχης, ἀντιβασιλεύς, Μέμφιος Μιλήτου Ἡρόδ. 3. 27., 5. 30, πρβλ. 5. 106: ἐπιτετραμμένος, ὡς δ’ ἐγὼ ἤκουσα Τίμνεω, τοῦ Ἀριαπείθεος ἐπιτρόπου ὁ αὐτ. 4. 76. 2) μετὰ γεν. προσ., ἐπίτροπος, προστάτης, κηδεμών, ὅσοι δὲ παῖδας καταλελοίπασιν, ἡ τῆς πατρίδος εὔνοια ἐπίτροπος αὐτοῖς τῶν παίδων καταστήσεται Ὑπερείδου Ἐπιτάφ. 43. Ὁ Καλλίας καλεῖται ἐπίτροπος τοῦ Πρωταγόρου, πληρεξούσιος, συνήγορος, οὐ γὰρ ἐγώ, ὦ Σώκρατες, ἀλλὰ μᾶλλον Καλλίας ὁ Ἱππονίκου τῶν ἐκείνου ἐπίτροπος Πλάτ. Θεαίτ. 165Α. πρβλ. Δημ. 819. 18· ὁ Καίσαρος ἐπίτροπος ἢ ἐπ. Καίσαρος, Λατ. procurator Caesaris, διοικητὴς ἢ τοπάρχης ἀπεσταλμένος ὑπὸ τοῦ Καίσαρος, Πλούτ. 2. 813Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1186 κτλ.· ἐπ. Σεβαστοῦ ἢ -στῶν ὁ αὐτ. 1078, 1318, 1813b (Προσθῆκαι), 1352, κτλ. 3) ἀπολ., ὁ ἐπιτροπεύων τινά, κηδεμών, ἀλλ’ ὁ μὲν ἦν ἔτι παῖς, ὁ δὲ τούτου ἐπίτροπός τε καὶ ἀνεψιὸς Ἡρόδ. 9. 10, Θουκ. 2. 80, κτλ.· θεὸς ἐπ. ὢν Πινδ. Ο. 1. 171: φροντιστής, ἐπιμελητής, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35. - Περὶ ἐπιτρόπων πρβλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 82 καὶ 83 (ἔκδ. Blass).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 administrateur (d’une maison, d’une fortune, etc.), intendant;
2 gouverneur d’une ville, d’un pays;
3 tuteur, gouverneur.
Étymologie: ἐπιτρέπω.

English (Slater)

ἐπῐτροπος
   1 guardian θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται, Ἱέρων, μερίμναισιν (O. 1.106)