ἐφέζομαι

From LSJ
Revision as of 14:31, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφέζομαι Medium diacritics: ἐφέζομαι Low diacritics: εφέζομαι Capitals: ΕΦΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ephézomai Transliteration B: ephezomai Transliteration C: efezomai Beta Code: e)fe/zomai

English (LSJ)

chiefly used in part. and 3sg. impf.; inf.

   A ἐφέζεσθαι Od. 4.717; imper. ἐφέζεο AP15.13 (Const. Sic.):—sit upon, c. dat., δενδρέῳ ἐφεζόμενοι Il.3.152; πατρὸς ἐφέζετο γούνασι 21.506; δίφρῳ ἐφέζεσθαι Od.4.717, cf. 509; ἔνθα δ' ἄρ' αὐτὸς ἐφέζετο 17.334; ὄχθῳ Ar.Av.774 (lyr.): also c. gen., Pi.N.4.67, A.R.3.1001; ἐπὶ νώτοις Mosch.2.125; εἰς αὖλιν AP5.236.10 (Agath.): also c. acc., Εὐρώταν ἐφεζόμεναι E.Hel.1492 (lyr.); τύχη . . ναῦν θέλουσ' ἐ. A.Ag.664.    2 sit by or near, c. acc., οὐδ' ἔχων μύσος . . τὸ σὸν ἐφεζόμην βρετας prob. for ἐφεζομένη, Id.Eu.446. Cf. ἐφίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέζομαι: Ἀποθ., κυρίως ἐν χρήσει κατὰ μετοχ. καὶ γ΄ ἑνικ. παρατ.: ἀπαρ. ἐφέζεσθαι Ὀδ. Δ. 717: προστ. ἐφέζεο Ἀνθ. Π. 15. 13. Κάθημαι ἐπί τινος, μετὰ δοτ., δενδρέῳ ἐφεζόμενοι Ἰλ. Γ. 152· πατρὸς ἐφέζετο γούνασι Φ. 506· δίφρῳ ἐφέζεσθαι Ὀδ. Δ. 717, πρβλ. 509· ὄχθῳ Ἀριστοφ. Ὄρν. 774· ὡσαύτως μετὰ γεν., Πινδ. Ν. 4. 109, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1001· ἐπὶ νώτοις Μόσχ. 2. 121· εἰς ἔποπος… αὖλιν ἐφεζόμενοι Ἀνθ. Π. 5. 237· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., Εὐρώταν ἐφεζόμεναι Εὐρ. Ἑλ. 1492· τύχη… ναῦν θέλουσ’ ἐφ. (ὁ Casaub. ναυστολοῦσ’) Αἰσχύλ. Ἀγ. 664· ἴδε καθίζω ΙΙ. 2) κάθημαι πλησίον, ἔνθα δ’ ἄρ’ αὐτὸς ἐφέζετο Ὀδ. Ρ. 334· μετ’ αἰτ., οὐδ’ ἔχων μύσος…τὸ σὸν ἐφεζόμην βρέτας (οὕτως ὁ Wieseler) Αἰσχύλ. Εὐμ. 446. Πρβλ. ἐφίζω.

English (Autenrieth)

ipf. ἐφέζετο: sit upon or by, Il. 21.506, Od. 17.334.

English (Slater)

ἐφέζομαι
   1 sit c. cogn. acc. εἶδεν δ' εὔκυκλον ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.: i. e. sitting in assembly ) (N. 4.67)