ἑκάς
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
Adv.
A afar, far off, Il.20.422, etc.; οὐχ ἑκάς που S.Ph.41 ; rare in Prose, Th.1.69,80 (and later, Nic.Dam.p.6D.) : c. gen., far from, far away from, ἑ. Ἄργεος Il.9.246, etc.: freq. following its case, 13.263, Od.14.496, al.; οὐ Χαρίτων ἑ. Pi.P.8.21, cf. E.Ph.907 ; ἑ. ἀπὸ τείχεος Il.18.256 ; ἀπὸ τῆς νήσου ἑ. Hdt.3.41. 2 Comp. ἑκαστέρω farther, Od.7.321, h.Bacch.29, Alc.Supp.5.8 (ἐκ-), Hdt.6.108, E.HF1047 (lyr.), etc.: c. gen., Hdt.2.169, al. ; also ἑκαστοτέρω dub. in Theoc.15.7 : Sup. ἑκαστάτω farthest, Il.10.113, Hdt.4.33 : c. gen., τοὺς ἑωυτῶν ἑ. οἰκημένους farthest from.., Id.1.134 ; τῆς Λιβύης ἑ. ἦλθε to the farthest point of Libya, Id.4.204, cf.9.14. II of Time, ἑ. ἐών afar, i.e. long after, Pi.P.2.54 ; οὐχ ἑ. χρόνου in no long time, Hdt.8.144 ; οὐχ ἑ. A.Ag.1650. [ᾰ ; ᾱ only in Call.Ap.2, in arsi.] (Prob. from ἕ and -κάς as in ἀνδρακάς ; lit. 'by himself'.)
German (Pape)
[Seite 751] nach Apoll. adverb. p. 570, 26 attisch ἔκας, fern, entfernt; absolut, Il. 20, 422; Pind. P. 2, 54 u. a. D.; auch Thuc. 1, 80; – oft mit dem gen., ἑκὰς Ἄργεος Il. 9, 246; vollständiger ἑκὰς δ' ἀπὸ τείχεός εἰμεν 18, 256; τινός auch Pind. P. 8, 22; Eur. Phoen. 907. Bei Her. 8, 194 auch οὐχ ἑκὰς χρόνου παρέσται, in nicht ferner Zeit. – Comparat. ἑκαστέρω, ferner, Od. 7, 321; Eur. Herc. fur. 1648 u. sp. D.; auch Her. 6, 108, der es mit dem gen. vrbdt, 3, 101; weiter als Etwas, 8, 60; bei Theocr. 15, 7 ἑκαστοτέρω nach Schol., mss. ἑκαστέρω. – Superl. ἑκαστάτω, sehr fern, Il. 10, 113; Λιβύης Her. 4, 204; 9, 14; ἀπό τινος, 1, 134 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκάς: Ἀττ., ἕκας κατὰ τὸν Ἀπολλ. Δύσκ. ἐν Α. Β. 570, 26· (ἴδε ἕκαστος ἐν τέλ.)· Ἐπίρρ., μακράν, μακρὰν ἀπό, Λατ. procul, Ὅμ., Πίνδ., καὶ Τραγ.· οὐχ ἑκάς που Σοφ. Φ. 41· ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ. πεζογράφοις, ὡς οὐχ ἑκὰς Θουκ. 1. 69, 80· μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό τινος, ἑκὰς Ἄργεος Ἰλ. Ι. 346, κτλ.· ἀλλὰ πολλάκις ἕπεται μετὰ τὴν συντακτικὴν αὐτοῦ πτῶσιν, ὡς, ἀνδρῶν δυσμενέων ἑκὰς ἱστάμενος πολεμίζειν Ἰλ. Ν. 263· λίην γὰρ νηῶν ἑκὰς ἤλθομεν Ὀδ. Ξ. 496, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ. Π. 8. 30, Εὐρ. Φοίν. 907· ὡσαύτως, ἑκὰς ἀπὸ τοῦ τείχεος Ἰλ. Σ. 256· ἀπὸ τῆς νήσου ἑ. Ἡρόδ. 3. 41. 2) Συγκρ., ἑκαστέρω, «πορρωτέρω» (Σχόλ.), Ὀδ. Η. 321, Ἡρόδ. 6. 108, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1047, κτλ. - μετὰ γεν., Ἡρόδ. 2. 169, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ἑκαστοτέρω Θεόκρ. 15. 7: Ὑπερθ., ἑκαστάτω, «πορρωτάτω» τινός, ὁ αὐτ. 1. 134· τῆς Λιβύης ἑκαστάτω, εἰς τὸ ἀπώτατον ἄκρον τῆς Λιβύης, ὁ αὐτ. 4. 204, πρβλ. 9. 14. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἑκὰς ἐών, καίπερ ὢν πολὺ μεταγενέστερος, Πινδ. Π. 2. 98· οὐχ ἑκὰς χρόνου, οὐχὶ ἐν μακρῷ χρόνῳ, Ἡρόδ. 8. 144· οὐχ ἑκὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1650· ᾰ· μακρὸν δὲ μόνον ἐν Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 2, ἐν ἄρσει.
French (Bailly abrégé)
I. adv. loin, au loin ; οὐχ ἑκάς που SOPH quelque part non loin ; ἑκὰς ἀπό τινος IL loin de qch;
II. prép. loin de, gén.;
1 avec idée de lieu, d’ord. après son rég. νηῶν ἑκάς OD loin des vaisseaux;
2 avec idée de temps, avant son rég. οὐχ ἑκὰς χρόνου HDT sans tarder.
Étymologie: pour *Ϝεκάς, *σϜεκάς, du th. σϜε-, litt. « pour soi, à part » ; cf. ἕκαστος.
English (Autenrieth)
(ϝεκάς): adv., far, remote; freq. w. gen., far from.—Comp., ἑκαστέρω, sup. ἑκαστάτω.
English (Slater)
ἑκᾰς
1 far off
1 adv.
a of time. εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν Ἀρχίλοχον (P. 2.54)
b? of place. ματαίων δὲ[ ]ἑκὰς ἐόντων (?out of reach) (Pae. 4.35)
2 prep. c. gen., far from ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος (met.) (P. 8.21) πάτρας ἐκὰς[ Πα. 13b. 2. μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (Pae. 14.36)
3 frag. ]ῳς κὰς[ (Pae. 2.44)