μύρτος

From LSJ
Revision as of 14:41, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρτος Medium diacritics: μύρτος Low diacritics: μύρτος Capitals: ΜΥΡΤΟΣ
Transliteration A: mýrtos Transliteration B: myrtos Transliteration C: myrtos Beta Code: mu/rtos

English (LSJ)

ἡ,

   A myrtle, Myrtus communis, Simon.10 (pl.), Scol.11, IG 5(2).514.14 (Lycosura, ii B. C.), etc.    II twig or spray of myrtle, Pi.I.4(3).70; στέφανος μύρτων Ar.Ra.330 (lyr.).    III = μύρτον 1, Gp.11.8.    2 = μύρτον 11, Hsch.

German (Pape)

[Seite 222] ὁ, der Myrthenbaum; λευκωθεὶς κάρα μύρτοις, mit Marthen umkränzt, Pind. I. 3, 88; ἐν μύρτου κλαδὶ τὸ ξίφος φορήσω heißt es in einem bekannten Skolion, worauf Ar. Lys. 632 anspielt.

Greek (Liddell-Scott)

μύρτος: ἡ, μυρσίνη, «μυρτ~ιά», Λατιν. myrtus, Σιμων. 22, Σκόλ. παρ’ Ἀθην. 695Β, κτλ. ΙΙ. κλάδος ἢ βλαστὸς μυρσίνης, Πινδ. Ι. 4 (3). 117˙ στέφανος μύρτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 myrte, arbrisseau;
2 branche de myrte;
3 « le bouton », le clitoris.
Étymologie: cf. μύρτον.

English (Slater)

μύρτος
   1 spray of myrtle ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο (τὸ δὲ μύρτοις, ὅτι μυρσίνης στεφάνοις ἐν Θήβαις στεφανοῦνται οἱ νικῶντες τὰ Ἰολάεια. Σ.) (I. 4.70) ἀν]δησάμεναι πλοκάμους μύρτων ὑπ[ Πα. 13a. 17.