ὅρος
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
Corc. ὄρϝος IG9(1).698.1 (written
A ὄρβος 700.1); Cret. and Arg. ὦρος SIG685.59, Mnemos.42.332 ; Heracl. ὄρος Tab.Heracl.1.53, al., cf. ἄντορος; Ion. οὖρος GDI5518 and 5493b25, Democr.4, Hdt. (v. infr.) (also Theraean IG12(3).436); Megarian ὄρρος (?) Berl.Sitzb.1888.885, cf. ὁμορέω: ὁ:—boundary, landmark, ἀμφ' οὔροισι δύ' ἀνέρε δηριάασθον Il.12.421 ; λίθον... τόν ῥ' ἄνδρες πρότεροι θέσαν ἔμμεναι οὖρον ἀρούρης 21.405 ; ἐγὼ δὲ τούτων ὥσπερ ἐν μεταιχμίῳ ὅ. κατέστην Sol. ap. Arist.Ath.12.5 : the regions separated by the boundary are usu. in gen., οὖρος τῆς Μηδικῆς ἀρχῆς καὶ τῆς Λυδικῆς Hdt.1.72, etc.: in dat., οὐδεὶς ὅρος ἐκ θεῶν χρηστοῖς οὐδὲ κακοῖς E.HF669 (lyr.): with a single gen., ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅρον A.Pr.790 ; γάμου ὅ. the time within which one may marry, Pl.Lg.785b ; οἱ ὅ. τῶν διαστημάτων the notes which limit the intervals in the musical scale, Id.Phlb. 17d, cf. Aristox. Harm.pp.49,56 M. ; ὅροι τρεῖς ἁρμονίας... νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης Pl.R.443d ; ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι I set the limit of human life at seventy years, Hdt.1.32, cf. 74, 216; ζωᾶς ὅρον ἡμετέρας B.5.144: abs., εἰς τὸν τόπον... ἐν οἷς ἂν . . ὅρους θῶνται τῶν ὠνίων wherever (they) appoint fixed places for trading, Pl.Lg.849e; decision of a magistrate, ὅρον δώσω PThead.15.20 (iii A.D.); so ὅρον προσγράψαι D.23.40 ; ὅρους τοῖς βαρβάροις πήξαντες Lycurg.73 ; εἷς ὅρος παγήσεται Th.4.92 ; τὸν ὅρον ὑπερβάντες Pl.R. 373d, etc.: also in pl., bounds, boundaries, ἐν οὔροισι χώρης Hdt.4.52, cf. 125; τοὺς Αἰγυπτίων οὔρους Id.2.17; ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις Pi.O.6.77 ; γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr.666; τὸ ἀκόντιον ἔξω τῶν ὅ. τῆς αὑτοῦ πορείας . . ἐξενεχθὲν ἔτρωσεν αὐτόν Antipho 3.2.4 ; ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti.25c. 2 metaph., ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ A.Ag.1154 (lyr.); θῆλυς ὅ. the boundary of a woman's mind, v. ἐπινέμω 11.3. II memorial stone or pillar, Hdt.1.93 : esp. b pillar (whether inscribed or not, cf. Harp.) set up on mortgaged property, to serve as a bond or register of the debt, Sol.36 ; ὅπως . . ὅροι τεθεῖεν Is.6.36 : with gen. of the amount, τίθησιν ὅρους ἐπὶ μὲν τὴν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν), ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου D.31.1, cf. 25.69 ; δανείζειν τοὺς ἱερέας . . ἐπὶ χωρίῳ . . καὶ ὅρον ἐφιστάναι IG22.1183.29, cf. D. 41.6, Thphr.Char.10.9 : specimens are IG12(7).412 (Amorgos), 22.2642,al. c boundary-stone marking the limits of temple-lands, ὅ. τοῦ ἱεροῦ ib.12.858, cf. 860,22.2597, al.; ὅρος· μὴ τοιχοδομεῖν ἐντὸς τῶν ὅρων ἰδιώτην ib.7.422 (Orop.), cf. 1785 (Thesp.), etc. ; ὅ. κρήνης, λεσχέων δημοσίων, ὁδοῦ, etc., ib.12.874,888,877, etc. ; similarly, ὅ. σήματος ib.903, al., 22.2568, al.; ὅ. μνημάτων ib.12.906; ὅ. μνήματος ib.22.2527, al.; ὅ. θήκης ib.2586, al. III standard, measure, ἢν δ' ἄγαν δοκῶ χρονίζειν . . Answ. τοῦδ' ὅ. τίς ἐστί μοι; E.IT1219 ; ὅροι τῶν ἀγαθῶν καὶ κανόνες D.18.296 ; rule, canon, εἷς ὅρος, μία βροτοῖσίν ἐστιν εὐτυχίας ὁδός B.Fr.7 ; ὅρον πολιτείας ὁλιγαρχικῆς ταξάμενοι πλῆθος χρημάτων Pl.R.551a ; ἀριστοκρατίας ὅρος ἀρετή, ὀλιγαρχίας πλοῦτος Arist.Pol.1294a10 ; ὁμολογίᾳ θέμενοι ὅρον, εἰς τοῦτο ἀποβλέποντες καὶ ἀναφέροντες τὴν σκέψιν ποιώμεθα Pl.Phdr.237d: hence, end, aim, ἕν' ὅ. θέμενος παντὶ τρόπῳ μ' ἀνελεῖν D.21.105. IV in Logic, term of a proposition (whether subject or predicate), Arist.APr.24b16, Cael.282a1, al. ; ὅ. μέσος the middle term, Id.EN1142b24, cf. APr. 25b33 sq. : hence, b definition, ἔστι ὅ. λόγος ὁ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Id.Top.101b39, cf. 139a24, al. ; defined as ἡ τοῦ ἰδίου ἀπόδοσις Chrysipp.Stoic.2.75 : in pl., title of pseudo-Platonic work. c premiss of a syllogism, ὅ. κατηγορικοί, στερητικοί, Arist.APr.29a21, cf. 31b33, al. 2 Math., term of a ratio or proportion, Archyt.2, Arist.EN1131b5 sqq., Euc.5Def.8, Nicom.Ar.1.8. 3 pl., terms, conditions, συνθέσθαι πρός τινα ἐπὶ ὅροις, ὥστε . . CPR19.8 (iv A.D.). 4 Astrol., οἱ τρεῖς ὅ. the three terms, used in various calculations, Vett. Val.304.1, al. (Spir. lenis in some dialects which have not lost spir. asper is inferred from absence of a sign for h in Corc. ὄρϝος, Arg.ὦρος, Heracl. ὄρος, cf. ἄντορος.)
German (Pape)
[Seite 386] ὁ, ion. u. ep. οὖρος, die G rä nze; ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις, Pind. Ol. 6, 77; Tragg., γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις, Aesch. Prom. 669, τὸ μὴ περᾶν ὅρον τόπων, Eum. 901; übertr., πόθεν ὅρους ἔχεις θεσπεσίας ὁδοῦ, Ag. 1125; γῆς δὲ μὴ 'μβαίνῃς ὅρων, Soph. O. C. 401; γῆς πατρᾠας ὅρον ἐκλιπεῖν, Eur. El. 1315, öfter; u. in Prosa, ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων, Plat. Tim. 25 e; bes. Bestimmung eines Begriffes, Definition, = ὁρισμός, Arist. rhet. 2, 8; Plat. def. 414 heißt ὅρος λόγος ἐκ διαφορᾶς καὶ γένους συγκείμενος; so bei Plat. öfter; οὐκ ἄρα οὗτος ὅρος ἐστὶ δικαιοσύνης ἀληθῆ λέγειν, Rep. I, 331 d; ἢ ὁ αὐτὸς ὅρος ἐστὶ τοῦ βελτίονος καὶ τοῦ κρείττονος, Gorg. 488 c, haben sie denselben Umfang des Begriffs; auch die Gränze, die Schranken, das Maaß, ὑπερβάντες τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον, Rep. II, 373 d; ὅρους θέσθαι τῶν ὠνίων, Legg. VIII, 849 c; vgl. Pol. πάντας τοὺς τῆς πίστεως ὅρους ὑπερβαίνειν, 25, 4, 3; – auch = Verhältniß, ἁρμονίας, Plat. Rep. IV, 443 d, διαστημάτων, Phil. 17 c. – In Athen sind ὅροι die Anschlagetafeln, welche mit Angabe der Schuldforderung an verschuldete, verpfändete Häuser geheftet werden, Harpocr. τὰ ἐπόντα ταῖς ὑποκειμέναις οἰκίαις καὶ χωρίοις γράμματα, ἃ ἐδήλου, ὅτι ὑπόκεινται δανειστῇ; so ὅρους τιθέναι ἐπὶ τῆς οἰκίας, Is. 6, 37; τίθησιν ὅρους ἐπὶ τὴν οἰκίαν δισχιλίων, ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου, Dem. 31, 1; τοὺς ὅρους ἀπὸ τῆς οἰκίας ἀφαιρεῖ, ib. 3, ἀνεῖλε, ib. 4, ὅρους ἔστησε, ib. 12; διέθετο ὅρους ἐπιστῆσαι χιλίων δραχμῶν ἐμοὶ τῆς προικὸς ἐπὶ τὴν οἰκίαν, 41, 6, als Hypothek auf das Haus einschreiben oder dieses zum Anschlag bringen lassen.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. borne, pierre servant de limite ; borne, limite, frontière en gén. ; fig.
1 limite ; règle de conduite, règle en gén.
2 but, fin qu’on se propose;
II. borne, stèle portant une inscription d’hypothèques.
Étymologie: DELG étym. peu sûre.
English (Slater)
ὅρος,
1 boundary ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις (codd.: ὄρος Π, Snell, cf. Σ.) (O. 6.77) ]