ἀκαιρία

From LSJ
Revision as of 12:10, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαιρία Medium diacritics: ἀκαιρία Low diacritics: ακαιρία Capitals: ΑΚΑΙΡΙΑ
Transliteration A: akairía Transliteration B: akairia Transliteration C: akairia Beta Code: a)kairi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A unfitness of times, opp. ἐπικαιρία, Democr.26e (pl.); opp. εὐκαιρία, Pl.Phd.272a; opp. ἐγκαιρία, Id.Plt.305d; time of trouble, Lib.Or.59.38.    2 of bad seasons, unseasonableness, ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀ. Pl.Lg.709a(pl.); τῶν πνευμάτων Arist.Pr.941b25(pl.).    3 impropriety, Pl.Smp.182a.    4 bad taste in writing, D.H.Dem. 7,al.    5 opp. καιρός, want of opportunity, τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ὑμέτερον νομίσαντες D.1.24; want of time, Plu.2.130e.    II of persons, tactlessness, Thphr.Char.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαιρία: ἡ, ἀκαταλληλότης τοῦ καιροῦ, ἀντίθ. τῷ εὐκαιρία, Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α· καὶ τῷ ἐγκαιρία, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 305D. 2) ἐπὶ κακοκαιρίας βλαβερᾶς εἰς τὴν γεωργίαν, ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀκ., ὁ αὐτ. Νόμ. 709Α· τῶν πνευμάτων, Ἀριστ. Προβλ. 26. 13. 1. 3) ἀντίθ. πρὸς τὸ καιρός, = ἔλλειψις εὐκαιρίας, τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ἡμέτερον νομίσαντες, Δημ. 16. 4: ὡσαύτως, ἔλλειψις χρόνου, Πλούτ. 2. 130Ε. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκαίρου, ἔλλειψις διακρίσεως, ἀδιακρισία, φορτικότης, Πλάτ. Συμ. 182Α, Θεοφρ. Χαρ. 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque d’à-propos, contretemps;
2 manque de tact, gaucherie, inconvenance;
3 manque de temps.
Étymologie: ἄκαιρος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη
I 1inoportunidad, momento inoportuno, mal momento, circunstancia desfavorable Αἰτίαι περὶ ἀκαιριῶν καὶ ἐπικαιριῶν tít. de Democr.B 26e, op. καιρός: καὶ ὅ τι καιρὸς καὶ ὅ τι ἀκαιρίη Hp.Morb.1.1, cf. Dialex.2.20, D.13.11, op. εὐκαιρία Pl.Phdr.272a, ἐγκαιρία Pl.Plt.305d
mal momento τὸν πάππον μεταφέρειν ἐν ταῖς τοιαύταις ἀκαιρίαις llevarse el (cadáver del) abuelo en aquel momento inoportuno Is.8.38, cf. Lib.Or.59.38.
2 falta de oportunidad o de ocasión τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ὑμέτερον νομίσαντας D.1.24
falta de tiempo Socr.Ep.33.1, Plu.2.130d, UPZ 145.43 (II a.C.).
3 mal tiempo, temporal ἐνιαυτῶν πολλῶν ... ἀ. Pl.Lg.709a, τῶν πνευμάτων Arist.Pr.941b25.
4 situación, posición desventajosa ἡ κατὰ γῆν ἀ. de Bizancio, Plb.4.44.11.
II 1inoportunidad, impertinencia, falta de tacto ἡ ἀ. καὶ ἀδικία Pl.Smp.182a, εἰς τὰς ἐσχάτας ἀκαιρίας Isoc.15.311, πρὸς δὲ τούτοις φοβοῦμαι τὴν ἀκαιρίαν respecto a eso, temo resultar molesto Isoc.Ep.2.13, cf. Thphr.Char.12.1, ἀλαζονεία καὶ ἀ. Plb.11.8.4, cf. Phld.Rh.1.252.
2 del estilo inoportunidad, mal gusto D.H.Dem.7.5.