ἄκακος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον,
A unknowing of ill, guileless, A.Pers.663 (lyr.), Pl.Ti. 91d, Ep.Rom.16.18. 2 innocent, simple (cf. εὐήθης), D.47.46, 82; ἄ. ἀνθρώπων τρόπος Anaxil.33. Adv. -κως D.47.50. II unharmed, Sapph.149. 2 unadulterated, POxy.142 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 67] nicht böse, Aesch. Pers. 653; gutmüthig, τρόπος ἀνθρώπου Anaxil. Ath. VI, 254 c; Plat. Tim. 91 d, mit dem Nebenbegriff des Einfältigen. Alc. 2, 140 c, in Vrbdg mit ἄπειρος u. ἐνεός. Dem ἐξαπατήσας steht, s. Dem. 47, 46 gegenüber; bei Diod. ep. (V, 122) neben ἤπιος. – Adv. Dem. in derselben Rede; Pol., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκᾰκος: -ον, ὁ μὴ γινώσκων τὸ κακόν, ἀθῷος, εὐμενής, πρᾶος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 664, Πλάτ. Τίμ. 91D. 2) ἁπλοϊκός, πολὺ ὅμοιον τῷ εὐήθης καὶ ἁπλοῦς, Δημ. 1153, 11., 1164. 13· ἀκ. ἀνθρώπων τρόπος, Ἀναξιλ. Ἄδηλ. 1. - Ἐπίρρ. -κως, Δημ. 1154. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans méchanceté;
2 sans malice, ingénu, simple.
Étymologie: ἀ, κακός.
Spanish (DGE)
(ἄκᾰκος) -ον
I 1indemne, no dañado Sapph.171.
2 puro, no adulterado del trigo POxy.142.5 (VI d.C.).
II 1benéfico, benigno, sin malicia βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν A.Pers.663, 671.
2 cándido, inocente ἄνδρες Pl.Ti.91d, παιδίσκη Men.Her.19, κόρη Men.Dysc.222, ἄ. καὶ νέος Plb.31.11.7, ἀκολάστου πανουργότερος γίνεται ὁ ἄ. LXX Pr.21.11, τρόπος Anaxil.32.2, cf. Pl.Alc.2.140c, D.47.46, 82, D.C.72.1.1, D.S.13.76, Ph.2.228
•en epitafios ψυχή IUrb.Rom.1016 (imper.), ᾤχετο πρὸς φθιμένους, παῖς νέος ὢν ἄ. IEphesos 2102.14 (imper.), cf. TAM 2.1147 (Olimpo)
•subst. οἱ ἄ. Ep.Rom.16.18
•compar. ἀκακώτερον ἢ στρατηγικώτερον αὑτῷ χρησάμενος Plb.10.32.7.
III adv. -ως sin malicia, inocentemente, cándidamente D.47.50, Ἐπιδαμνίων ... <ἀ>κάκως ... αὐτοὺς παραδεξαμένων Plb.2.9.3, θεᾶσθαι Plb.8.29.8, ἀ. καὶ παιδικῶς Plu.Thes.8.