ἀνθρώπινος

From LSJ
Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρώπινος Medium diacritics: ἀνθρώπινος Low diacritics: ανθρώπινος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ
Transliteration A: anthrṓpinos Transliteration B: anthrōpinos Transliteration C: anthropinos Beta Code: a)nqrw/pinos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον Pl.Lg.737b:—

   A of, from, or belonging to man, human, ἀ. βίος Philol.11, cf. Hdt.7.46; ἅπαν τὸ ἀ. all mankind, Id.1.86; τὸ ἀ. γένος (v.l. φῦλον) Antipho 4.1.2, Pl.Phd.82b; ἀ. κίνδυνοι, opp. θεῖοι, And.1.139; ἀ. δίκη Lys.6.20; ἀ. τεκμήρια, opp. omens, Antipho 5.81; τἀνθρώπινα human affairs, Pl.Tht.170b, Arist.EN1102b3 (v.l. -ικά) ἀνθρώπινόν τι παθεῖν die, IG5(2), 266.20 (Mantinea, i B. C.), cf. PPetr.1p.33 (iii B. C.), PRyl.153.39 (ii A. D.); so ἐάν τι τῶν ἀ. περί τινα γένηται Epicur.Fr.217.    2 human, suited to man, ἀνθρωπίνη δόξα fallible, human understanding, Pl.Sph.229a; οὐκ ἀ. ἀμαθία super-human, monstrous folly, Id.Lg.737b, etc.; ἀ. καὶ μετρία σκῆψις    D 21.41; οὐ χρὴ ἀνθρώπινα φρονεῖν ἄνθρωπον ὄντα Arist.EN1177b32; ἀ. νοῦς Men.482; ἀ. τὸ γεγενημένον X.Cyr.5.4.19.    3 ἀνθρώπινα, τά, secular revenues, SIG527.133; secular rites, opp.θῖνα, Leg.Gort.10.43.    II Adv. ἀνθρωπίνως, ἁμαρτάνειν commit human, i.e. venial, errors, Th.3.40; ἀνθρωπινώτερον more within the range of human faculty, Pl.Cra.392b, D.18.252; ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι, i.e. with fellow-feeling, And.2.6; humanely, gently, D.23.70; ἀ. χρὴ τὰς τύχας φέρειν with moderation, Men.816; εὐτυχίαν D.S.1.60.—Of the three forms, ἀνθρώπειος is used exclusively in Trag. and generally in Th. (but cf.1.22); ἀνθρώπινος prevails in Comedy and in Prose from Pl. downwds. (though he uses ἀνθρώπειος no less frequently); ἀνθρωπικός is freq. in Arist. ἀνθρώπ-ιον, τό, = sq., E.Cyc. 185, Anaxandr. 34; paltry fellow, ὦ πόνηρ' ἀνθρώπια Ar.Pax263, cf. X.Mem.2.3.16, Cyr.5.1.14, D.18.242.

German (Pape)

[Seite 234] menschlich, wie ἀνθρώπειος und ἀνθρωπικός, bei den Att., bes. Plat. und Xen., am gebräuchlichsten, bes. das Hinfällige, Schwache des Menschen ausdrückend, πᾶν τὸ ἀνθρώπινον, das ganze Menschengeschlecht, Her. 1, 86; τὸ ἀνθ. γένος Plat. Phaed. 82 b; ἀνθρωπίνη φύσις, σοφία und ähnlich. Ggstz θεῖος Conv. 186 b u. öfter; τὸ ἀνθρώπινον, das menschliche Loos, τὰ ἀνθρώπινα, Menschlichkeiten, Unglücksfälle sowohl, als Irrthümer; ἀνθρώπινα ἁμαρτεῖν Xen. Cyr. 3, 1, 40, menschlich irren; ἀνθρ. δόξα, der dem Irrthume ausgesetzte menschliche Verstand, Plat. Soph. 229 a. – Adv. ἀνθρωπίνως, nach menschlicher Weise, ἐκλογίζεσθαι Andoc. 1, 57; ἁμαρτάνειν Thuc. 3, 40; ἀνθρωπινώτερον διασκέψασθαι Plat. Crat. 392 b; νόμος ἀνθρ. καὶ καλῶς κείμενος, menschlich, mild abgefaßt. – Strab. bildet den superlat. ἀνθρωπινούστατος (?).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρώπινος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Πλάτ. Νόμ. 737Β· ἀνθρώπινος, ὡς καὶ νῦν, ὁ πᾶς ἀνθρ. βίος Ἡρόδ. 7. 46· ἅπαν τὸ ἀνθρ., πάντες οἱ ἄνθρωποι, αὐτ. 1. 86· τὸ ἀνθρ. γένος Ἀντιφῶν 125. 22, Πλάτ. Φαίδων 82Β· ἀνθρ. κίνδυνοι, πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ θεῖοι, Ἀνδοκ. 18. 14· πρβλ. Λυσ. 105. 7, Ξεν. Ἀπομν. 5, 4, 19· ἀνθρ. τεκμήρια, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς οἰωνούς, Ἀντιφ. 139. 1· τὰ ἀνθρ. πράγματα, ὡς λέγομεν καὶ νῦν, Πλάτ. Παρμ. 134Ε, κτλ.· οὕτω, τἀνθρώπινα ὁ αὐτ. Θεαίτ. 170Β. 2) ἀνθρώπινος, ἁρμόζων εἰς ἄνθρωπον, ἀνθρωπίνη δόξα, ἀνθρωπίνη ἀντίληψιςδοξασία, ὁ αὐτ. Σοφ. 229Α· οὐκ ἀνθρ. ἀμαθία, πλέον ἢ ἀνθρωπ. ἀμαθία, ὁ αὐτ. Νόμ. 737Β, κτλ.· ἀνθρωπίνη καὶ μετρία σκῆψις Δημ. 527. 14· οὐ χρὴ ... ἀνθρώπινα φρονεῖν ἄνθρωπον ὄντα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10.7, 8· ἀνθρ. νοῦς Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3, κτλ. ΙΙ. ἐπίρρ., ἀνθρωπίνως, ὡς ξυγγνώμην ἁμαρτεῖν ἀνθρωπίνως λήψονται, ὅτι θὰ ἀξιωθῶσι συγγνώμης ὡς ὑποπεσόντες εἰς σφάλμα ὡς ἄνθρωποι, Θουκ. 3. 4· ἀνθρωπινώτερον Πλάτ. Κρατ. 392Β, Δημ. 311. 19· ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι ὅ ἐ. μὲ αἴσθημα συμπαθείας, Ἀνδοκ. 8. 27· πράως, ἡμέρως, φιλανθρώπως, Δημ. 643. 11· ἀνθρ. χρὴ τὰς τύχας φέρειν, μετὰ μετριότητος, μετὰ μετριοπαθείας, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 281· εὐτυχίαν Διόδ. 1. 60. ― Ἐκ τῶν τριῶν τύπων, τὸ ἀνθρώπειος εἶναι ἐν χρήσει ἀποκλειστικῶς παρὰ τοῖς Τραγικοῖς καὶ ἐν τῷ ἀρχαιοτέρῳ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ· τὸ ἀνθρώπινος πλεονάζει παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀπὸ τοῦ Πλάτ. καὶ ἑξ. (ἂν καὶ αὐτὸς μεταχειρίζεται οὐχ ἧττον συχνῶς καὶ τὸ ἀνθρώπειος)· τὸ ἀνθρωπικὸς εἶναι συχν. παρ’ Ἀριστ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 qui concerne l’homme : τὸ ἀνθρώπινον HDT le genre humain;
2 qui convient à l’homme, propre à l’homme.
Étymologie: ἄνθρωπος.

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Alolema(s): cret. ἀντρόπινα ICr.4.72.10.43 (V a.C.)
I 1humano, propio del hombre, βίος Philol.B 11, Dialex.1.2, Hdt.7.46, PLugd.Bat.17.14.16 (II/III d.C.), βιοτή Democr.B 285, φῦλον Antipho 4.1.2, τέχνη Hp.Prorrh.2.8, φύσις Hp.VM 7, Isoc.4.89, Clem.Al.Strom.4.20.127, νοσήματα Hp.Morb.Sacr.18.2, cf. Gorg.B 11.19, δύναμις Th.6.78, προμηθία Gorg.B 11.6, ἀμαθία Pl.Lg.737b, γένος Pl.Phd.82b, δόξα Pl.Sph.229a, δίκη Lys.6.20, ἀρετή X.Cyr.8.6.12, Arist.EN 1102b3, κόπρος Arist.HA 616a35, ἀπορία D.44.4, σκῆψις D.21.41, νοῦς Men.Fr.417, σκᾶνος Aesar.p.51, πράγματα LXX 4Ma.1.16, χείρ I.BI 5.400, cf. Act.Ap.17.25, σοφία 1Ep.Cor.2.13, πειρασμὸς ... ἀ. tentación soportable para la naturaleza humana 1Ep.Cor.10.13, μετιτέον τοὺς ἀνθρωπινωτέρους λόγους Synes.Dio M.66.1129A
en neutr. como pred. nominal ἀ. δὲ τὸ θνητόν Gorg.B 6, ἀνθρώπινον τὸ γεγενημένον X.Cyr.5.4.19, τὸ μὲν γὰρ ὧν μὴ ἐπεθύμησεν ἀπέχεσθαι ἀ. ἄν τις φαίη εἶναι pues el alejarse de lo que uno no desea podría decirse que es propio de la naturaleza humana X.Ages.5.4, ὃ οὐκ ἄν τις ὑπομείνειεν ... τὸ δ' ἐναντίον κοῦφον, εὔφορον, ... ἀ. Poll.3.131, cf. PPetr.1.11.9 (IV a.C.), PRyl.153.39 (II d.C.)
c. ac. compl. dir. ἀνθρώπινον λέγω cosa humana digo, Ep.Rom.6.19
τι ἀνθρώπινον una desgracia ἐάν τι ἀνθρώπινον πάθῃ si muere Epicur.[1] 21, IG 5(2).266.20 (Mantinea I a.C.), εἰ δέ τι γένοιτο ... ἀνθρώπινον y si ocurriera alguna desgracia, SEG 2.307 (Delfos I a.C.).
2 procedente de los hombres, relativo a los hombres τεκμήρια Antipho 5.81, κίνδυνοι And.Myst.139
causado por los hombres φόβοι 2Ep.Clem.10.3.
3 neutr. subst. τὸ ἀ. humanidad, género humano Hdt.1.86, Th.1.22, Const. en Eus.VC 4.12
naturaleza humana de Cristo, Ath.Al.M.26.116A
plu. τὰ ἀντρόπινα op. τὰ θῖνα ritos seculares, ICr.l.c., τὰ ἀνθρώπινα ingresos seculares, ICr.1.9.1.133 (Drero III a.C.), τἀνθρώπινα los asuntos o cosas humanas Pl.Tht.170b, τὰ θεῖα ... καὶ τὰ ἀ. συμφερόντως μανθάνομεν LXX 4Ma.1.17, μηδὲν τῶν ἀνθρωπίνων βέβαιον Isoc.1.41, ἐγγύτερον ... τῶν ἀνθρωπίνων θανάτῳ οὐδέν ἐστιν ὕπνου X.Cyr.8.7.21, cf. Mem.4.3.14
c. idea de limitación, falibilidad ἀνθρώπινα φρονεῖν pensar como un hombre (y no como un dios), Arist.EN 1177b32, ἀνθρώπινα ... ἁμαρτεῖν cometer un error humano X.Cyr.3.1.40.
II adv.
1 neutr. compar. ἀνθρωπινώτερον más dentro de las fuerzas humanas ἀ. διασκέψασθαι ... καὶ ῥᾷον Pl.Cra.392b, cf. D.18.252.
2 -ως como es propio de hombres ἀμαρτεῖν Th.3.40
con humanidad ἀ. ἐκλογίζεσθαι And.2.6, cf. Myst.57, D.23.70, Men.Asp.166, 260, PSI 1248.17, οὐκ ἀνθρωπίνως no a la medida humana Isoc.12.38
con moderación ἀ. δεῖ τὰς τύχας φέρειν Men.Fr.650, εὐτυχία D.S.1.60, θεοῦ ἀ. φανερουμένου habiéndose mostrado Dios a sí mismo en forma humana Ign.Eph.19.3.