δενδρίτης

From LSJ
Revision as of 12:23, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρίτης Medium diacritics: δενδρίτης Low diacritics: δενδρίτης Capitals: ΔΕΝΔΡΙΤΗΣ
Transliteration A: dendrítēs Transliteration B: dendritēs Transliteration C: dendritis Beta Code: dendri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A of a tree, καρπός Thphr.Vent.13; ὑάκινθος, a gem, Mart.Cap.1.75; name of Dionysus, Plu.2.675f; Δενδρῖται, οἱ, a fabulous people, Luc.VH1.22:—fem. δενδρῖτις γῆ soil suited for planting, D.H.1.37; opp. ψιλή, Inscr.Prien.12.23 (iii B. C.); ἄμπελος δ., = ἀναδενδράς, Str. 5.3.5; νύμφη δ. wood-nymph, AP9.665 (Agath.): epith. of Helen at Rhodes, Paus.3.19.10.    II δενδρίτης· κροκόδειλος, f.l. in Hsch.

German (Pape)

[Seite 545] ὁ, zum Baume gehörig, καρπός Theophr. – Beiname des Bacchus, als Vorsteher der Baumzucht u. des Weinbaues, Plut. Symp. 5, 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, εἰς δένδρον ἀνήκων, ἐκ δένδρου, καρπὸς Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· ὄνομα τοῦ Βάκχου, Πλούτ. 2. 675F· - θηλ. δενδρῖτις γῆ, ἔδαφος κατάλληλον πρὸς φυτείαν ἢ καλλιεργίαν δένδρων, Διον. Ἁλ. 1. 37· ἄμπελος δενδρῖτις, ἡ εἰς δένδρα περιπλεκομένη ἄμπελος, ἀλλαχοῦ ἀναδενδράς, Στράβ. 231· νύμφη δενδρῖτις = νύμφη δάσους ἢ δασῶν, δρυὰς Ἀνθ. Π. 9. 665.

French (Bailly abrégé)

ου;
1 adj. m. protecteur des arbres ou des arbustes, particul. de la vigne (Bacchus);
2 subst. οἱ Δενδρῖται LUC hommes nés des arbres, peuple imaginaire.
Étymologie: δένδρον.

Spanish (DGE)

-ου
I 1arbóreo, de árbol καρπός Thphr.Vent.13.
2 protector de los árboles esp. de las viñas epít. de Dioniso Διονύσῳ δὲ Δενδρίτῃ πάντες ... Ἕλληνες θύουσιν Plu.2.675f.
II subst. ὁ δ.
1 mineral. dendrita una gema, Mart.Cap.1.75, arborescencia del tipo del coral Cyran.1.4.2, 21.
2 bot. titímalo, Euphorbia dendroides Ps.Dsc.4.164, cf. δενδρῖτις.
3 plu. οἱ Δενδρῖται los dendritas o arbóreos pueblo selenita imaginario, Luc.VH 1.22.