διαμπερής
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ές,
A piercing, ὀδύνη Hp.Mul. 2.125.
German (Pape)
[Seite 591] ές, durchdringend; ὀδύνη – ἐς τὴν κεφαλήν, Hippocr.; – sp. Med.
Greek (Liddell-Scott)
διαμπερής: -ές, διαπεραστικός, δριμύς, ὀδύνη Ἱππ. 645. 22. Πρβλ. τὸ προηγ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
seul. neutre adv. • διαμπερές et subst. τὸ Διαμπερές;
I. avec idée de lieu :
1 d’outre en outre, de part en part, à travers, gén. ou acc.;
2 d’un bout à l’autre, sans interruption;
II. avec idée de temps du commencement à la fin, càd :
1 sans cesse, toujours;
2 continuellement.
Étymologie: DELG διά, ἀμπείρω de ἀναπείρω.
Spanish (DGE)
-ές
• Grafía: graf. διαμερές (por διαμμερ-) CEG 108.6 (Eretria V a.C.)
I que atraviesa de parte a parte, que traspasa ὀδύνη Hp.Mul.2.125, τὸ δὲ κρανίον ... ἔκτρησιν ἔχει διαμπερῆ Ruf.Oss.7, ἔχουσι δὲ κοιλότητας οὐ διαμπερεῖς Ruf.Oss.29
•fig. δ. αἶσχος AP 9.397 (Pall.).
II neutr. adv.
1 de parte a parte, de una parte a otra βέβληαι κενεῶνα δ. estás herido en el costado de parte a parte, Il.5.284, διὰ δ' ἀμπερὲς ἰὸς ἐν γαίῃ κατέπηκτο Il.11.377, cf. 17.309, τέτρηνται ... ἔσχατα τέρθρα δ. Emp.B 100.4, cf. Pl.Phd.112e, τοξευθεὶς ... δ. τὴν κεφαλήν X.An.4.1.18, δ. ἐληλάσθαι llevar de parte a parte Pl.R.616e, ἀντετόρησε δ. Opp.H.3.556, cf. X.An.7.8.14, A.R.2.599, Plu.Phil.6, Orph.A.1171, Q.S.1.617, ὀδύναι ἴσχουσι τὸ στῆθος καὶ τὸ μετάφρενον δ. Hp.Morb.2.62
•como prep. de gen. a través de δ. ἀσπίδος αὐτῆς Il.12.429, στιχὸς εἶμι δ. Il.20.362, δ. στέρνων S.Ph.791, τάων ... δ. A.R.2.319, δ. ὁρμηθῆναι πετράων A.R.4.1253.
2 por todas partes, de punta a cabo, en su totalidad ἡ δ' ἕσπετο πᾶσα δ. y ésta (la muralla) cayó por todas partes, Il.12.398, ὃν πέρι πέτρη ἡλίβατος τετύχηκε δ. ἀμφοτέρωθεν Od.10.88, cf. 14.11
•enteramente, totalmente εἴλυτο δ. ἐς πόδας ἄκρους Il.16.640, τάχα κέν σε ... ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε δ. Il.16.618, πάντεσσι δ. ὥς περ ὑπέστη ἐξετέλεσσ' Hes.Th.402, ἢν οὖν δ. ἴῃ (ὁ μηρός) así que si (el hueso del muslo) se sale enteramente Hp.Fract.22.
3 c. idea de tiempo del principio al fin, sin interrupción, todo el tiempo τὸν περὶ πάντων Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι δ. Il.10.88, ὄνειδος ἔσσομαι ἤματα πάντα δ. Il.16.499, αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι δ. Il.15.70, ξεῖνοι δὲ δ. εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος nos gloriamos de vínculos de hospitalidad desde siempre por amistad de (nuestros) padres, Od.15.196, cf. 4.209, 8.245, Sol.1.27, CEG l.c., θάλλουσιν δ' ἀγαθοῖσι δ. Hes.Op.236, καὶ ταῦτ' ἀλλάσσοντα δ. οὐδαμὰ λήγει Emp.B 17.6, cf. 26.11, ἔμπεδον ὥς ἀλέγυνε δ. A.R.4.1203, Καρείου ... μέδεσθε δ. Ἀπόλλωνος Orác. en ZPE 1.1967.184.16 (Hierápolis II d.C.), ἕστακεν ἄνδιχα πάντα δ. Gr.Naz.M.37.416A, cf. Orph.A.1360.
4 fig. directamente τοῦτο διαμπερὲς οὖς ἵκεθ' ἅπερ τε βέλος esto ha llegado directo a mi oído como una flecha A.Ch.380, διὰ δ' ἔσσυτο ... ἐκ θαλάμου θάλαμον δὲ δ. A.R.3.671.
III adv. -έως
1 de parte a parte κεντέεσθαι ὑπὸ τῆς ὀδύνης δ., ὡς εἰ βελόνη τις κεντοίη Hp.Int.8
•del todo, enteramente μοι ταῦτα διαμπερέως ἀγόρευσον Hes.Fr.280.3, δ. ὅ τί κα λέγοι τὰ γράμμαθ', ἑρμήνευε Philyll.10, διείσομαι ἀνδράσιν ... πάντα δ. Nic.Th.495, cf. s. cont., Stesich.Fr.Lille 281, Hsch.
2 ininterrumpidamente δ. ... ἐς τέλος Theoc.25.120.
• Etimología: De δι(ά), -αν(ά) y πείρω, c. la misma combinación que en διάνδιχα.