δωδεκάσκυτος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον,
A of twelve strips of leather, σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.
German (Pape)
[Seite 694] σφαῖρα, aus zwölf Lederstücken zusammengesetzter Ball, Plat. Phaed. 110 b.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάσκῡτος: -ον, ἐκ δώδεκα τεμαχίων διαφόρως κεχρωματισμένου δέρματος, σφαῖρα Πλάτ. Φαίδωνι 110Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1003D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
formé de douze peaux.
Étymologie: δώδεκα, σκῦτος.
Spanish (DGE)
-ον
de doce piezas de cuero σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.