ἐνσκίμπτω
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
poet. ἐνισκ-, Ep. and Lyr. form of ἐνσκήπτω,
A lean upon, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, of horses hanging their heads in grief for their master's loss, Il.17.437; fix, plant in, βέλος ἐνισκ. τινί A.R.3.153; ἐ. βολῇσι smite with its beams, of dawn, Id.4.113:— Pass., stick in, δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Il.16.612. II hurl upon one, κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Pi.P.3.58 (v.l. ἐνέσκηψε) ; ὁππότ' ἀνίας . . πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες A.R.3.765; of a snake, ἐνισκ. ἰόν Nic.Th.140; βλοσυρὸν δάκος ib.336.
German (Pape)
[Seite 852] ep. ἐνισκίμπτω, fest daran heften, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, die Kopfe starr gegen die Erde kehrend, Il. 17, 437; aber αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον = ἐνέσκηψε, Pind. P. 3, 58, wie Ap. Rh. 3, 153 εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ βέλος, wenn du sie getroffen; übertr., ὁππότ' ἀνίας πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες 3, 765. – Pass., δόρυ οὔδει ἔνεσκίμφθη, blieb im Boden stecken, Il. 16, 612. 17, 528.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσκίμπτω: καὶ ποιητ. ἐνισκίμπτω, Ἐπικ. καὶ λυρ. τύπος τοῦ ἐνσκήπτω, χαμηλώνω, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα «ἐμπελάσαντες» (Σχόλ), ἐπὶ ἵππων κλινόντων θλιβερῶς τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ ἡνιόχου, Ἰλ. Π. 437· ἐμβάλλω, εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ βέλος Αἰήταο, «ἐνεργήσῃς, ἐπιβάλῃς» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 153, πρβλ. Δ. 113. - Παθ., ἐμπήγομαι, δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Ἰλ. Π. 612, Ρ. 527. ΙΙ. ἐξακοντίζω ἐναντίον τινός, κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Πίνδ. Π. 3. 105 (διάφ. γραφ. ἐνέσκηψε)· ὁππότ’ ἀνίας... πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν ἔρωτες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 765.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐνισκίμπτω;
ao. ἐνέσκιμψα, ao. Pass. 3ᵉ sg. poét. ἐνισκίμφθη;
appuyer sur : τί τινι une chose sur une autre.
Étymologie: ἐν, σκίμπτω.
English (Autenrieth)
see ἐνισκίμπτω.
English (Slater)
ἐνσκίμπτω
1 hurl upon αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον (ἐνέσκηψεν v. l.) (P. 3.58)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἐνισκ- Il.17.437, A.R.3.153, Nic.Th.140
• Morfología: [aor. part. nom. du. ἐνισκίμψαντε Il.l.c.]
I tr.
1 abatir, dejar caer en c. dat. οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα tras abatir sus cabezas sobre el suelo los dos caballos, por la pérdida de su auriga Il.l.c.
2 clavar, hundir en c. dat. ὁπότε ... ἀνδράσ' ἐνισκίμψῃ ... ἰόν de la víbora, Nic.l.c., cf. 336, fig. del amor εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ βέλος si clavas tu flecha en la muchacha de Eros, A.R.l.c., ὁππότ' ἀνίας ... πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες A.R.3.765.
3 sólo c. ac. precipitar κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον un rayo precipitó su destino Pi.P.3.58.
II intr.
1 precipitarse, incidir φάος ἠοῦς ... λευκῇσιν ἐνισκίμψασα βολῇσι la luz de la aurora tras incidir con sus brillantes rayos A.R.4.113.
2 en v. med.-pas. clavarse, hundirse en δόρυ ... οὔδει ἐνισκίμφθη Il.16.612, 17.528.