ἕννυμι

Revision as of 12:30, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

English (LSJ)

or ἑννύω (Hsch., cf. ἀμφι-, καθ-), Ion. εἵνυμι, εἱνύω (cf. ἐπι-, κατα-): fut. ἕσω (ἀμφι-) Od.5.167, Ep.

   A ἕσσω 16.79, etc.: Ep. aor. ἕσσα Il.5.905 (the common form only in compd. ἀμφι-έσαιμι, ἀμφι-έσασα):—Med., ἕννῠμαι Od.6.28: impf. ἕννῠτο 5.230: Ep. fut. ἑσσομαι (ἐπιϝ-, ἐφ-) Pi.N.11.16, A.R.1.691: aor. (ἀμφὶ) . . ἕσατο Il. 14.178, Ep. (ἐπὶ) . . ἕσσαντο ib.350: Ep. 3sg. (ἀμφὶ) . . ἑέσσατο 10.23, Od.14.529:—Pass., pf. εἷμαι, εἷται, 19.72,11.191, but 2sg. ἕσσαι 24.250, 3sg. ἕσται (ἐπι-) Orac. ap. Hdt.1.47: plpf. 2sg. ἕσσο Il.3.57, Od. 16.199, 3sg. ἕστο Il.23.67, Ep. ἕεστο 12.464, 3dual ἕσθην 18.517,3pl. εἵατο ib.596; part. εἱμένος (v. infr.). (ves-, cf. Lat. vestis, Skt. váste 'clothes himself': ϝεσ- in βέστον, γεστία, γέστρα (qq. vv.), cf. ϝῆμα Leg.Gort.3.38.):—put clothes on another, c. dupl. acc., κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἑσσει he will clothe thee in cloak and frock, Od. 15.338, cf. 16.79; χαρίεντα δὲ εἵματα ἕσσε Il.5.905.    II Med. and Pass., c. acc. rei only, clothe oneself in, put on, wear, κακὰ δὲ χρ εἵματα εἷμαι Od.23.115; χλαίνας εὖ εἱμένοι 15.331; freq. of armour, ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκόν Il.14.383, etc.; [ἀσπίδας] ἑσσάμενοι, of tall shields which covered the whole person, ib.372; [ξυστὰ] κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ shafts clad with brass at their point, 15.389; of any covering, wrap, shroud oneself in, χλαίνας . . καθύπερθεν ἕσασθαι, of bed-clothes, Od.4.299; ἐπὶ δὲ νεφέλην ἕσσαντο Il.14.350; ἠέρα ἑσσαμένω ib.282; εἱμένος ὤμοιιν νεφέλην 15.308: metaph., λάϊνον ἕσσο χιτῶνα thou hadst been clad in coat of stone, i.e. stoned, 3.57; τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος S.OC1701; τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα λακίσματ' E.Tr.496: metaph. also, φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν Il.20.381.—Twice in Trag., elsewh. in Compds., as always in Prose.

German (Pape)

[Seite 848] (Wurzel Fεσ, vgl. ἐσθής, vestis), u. ion. εἵνυμι, fut. ἕσω, ep. ἕσσω, aor. ἕσσα, ἕσαι, fut. med. ἕσομαι, aor. ἑσσάμην, ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἑέσσατο Od. 14, 529; Il. 10, 23; perf. pass. εἷμαιεἵατο, Il. 18, 596; auch ἕσσο, ἕστο, ἕσθην im dual., 18, 517, ἕεστο 12, 464; – bekleiden, anziehen; τινά τι, Einen mit Etwas bekleiden, κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσει, er wird dir einen Mantel anziehen, Od. 15, 338. 16, 79. 17, 550; auch med. u. pass. τί, sich Etwas anziehen, anlegen, mit Etwas bekleidet sein, αὐτὴ δ' ἀργύφεον φᾶρος ἕννυτο Od. 5, 230, λάϊνον ἕσσο χιτῶνα, d. i. gesteinigt werden, Il. 3, 57; χρύσεια δὲ εἵματα ἕσθην 18, 517; νέοι χλαίνας εὖ εἱμένοι, wohl bekleidet, 15, 308; auch περὶ χροΐ, Od. 16, 457, öfter, u. χροΐ allein, 11, 190; einzeln bei den folgdn Dichtern, εἵματα δ' οὐκ ἀσκητὰ ἕννυτο Theocr. 24, 138. Auch von Waffen, anlegen, ἕσ σαντο νώροπα χαλκόν, τεύχεα ἑσσαμένω, Il. 14, 383. 23, 803; auch ἀσπίδας ἑσσάμενοι, sich mit den Schilden bedeckend, 11, 372. Uebh. sich mit Etwas umhüllen, umgeben, νεφέλην ἕσσαντο, sie umhüllten sich mit einer Wolke, Il. 14, 350; ἠέρα, Finsterniß, dicken Nebel um sich hüllen, 14, 282, wie Hes. O. 124; ὦ τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος Soph. O. C. 1698; übertr., Ποσειδάωνος ἕσσαντ' εἰναλίου τέμενος, sie traten in den Hain, Pind. P. 4, 204. – In anderer Uebertragung φρεσὶν εἱ μένος ἀλκήν, mit Muth angethan, Il. 20, 381. – In Prosa ist nur das comp. ἀμφιέννυμι gebräuchlich.

Greek (Liddell-Scott)

ἕννυμι: ἢ ἑννύω (ἴδε ἀμφι-, καθ-), Ἰων. εἵνυμι, εἱνύω (πρβλ. ἐπι-, κατα-): μέλλ. ἕσω (ἀμφι-) Ὀδ. Ε. 167, Ἐπ. ἕσσω Π. 79, κτλ.· Ἐπικ. ἀόρ. ἕσσα, ἀπαρ. ἕσσαι Ξ. 154, (ὁ κοινὸς τύπος μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀμφιέσαιμι, ἀμφιέσασα): - Μέσ., ἕννῠμαι, Ὅμηρ.: παρατ. ἕννῠτο ὁ αὐτός: Ἐπικ. μέλλ. ἕσσομαι (ἐφ-) Ἀπολλ. Ῥόδ., πρβλ. Πινδ. Ν. 11. 21· ἀόρ. ἕσατο Ἰλ. Ξ. 178, Ἐπικ. ἕσσαντο αὐτόθι 350.· Ἐπικ. γ΄ ἑν. ἑέσσατο Ἰλ. Κ. 23, Ὀδ. Ξ. 529: - Παθ. πρκμ. εἷμαι, εἷται, Τ. 72, Λ. 190, ἀλλὰ β΄ ἑνικ. ἕσσαι Ω. 250, γ΄ ἕσται (ἐπι-) Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47.: ὑπερσ. β΄ ἑνικ. ἕσσο Ἰλ. Γ. 57, Ὀδ. Π. 199, ἕστο Ἰλ. Ψ. 67, Ἐπικ. ἕεστο Μ. 464, γ΄ δυϊκ. ἕσθην Ξ. 517, γ΄ πληθ. εἵατο Σ. 596· μετοχ. εἱμένος ἴδε κατωτέρω. (Ἡ ῥίζα ἦτο ϜΕΣ, διότι αὕτη ἡ λέξις ὡς καὶ τὰ ἐξ αὐτῆς παράγωγα συνήθως λαμβάνουσι τὸ δίγαμμα παρ’ Ὁμ., πρβλ. τοὺς τύπους βέστρον, γεστία, γέστρα ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. καὶ τῷ Ἡσυχ.· ὡσαύτως τὰ Σανσκρ. vas, vas-é (induo me). vas-anam (Λατ. vestis)· Γοτθ. ga-vas-jan· ἀλλ’ ἐν τῇ Ἑλληνικῇ ἡ ῥίζα ἐγένετο ἙΣ, ὡς ἐν τῷ ἕννυμι, εἷμα, ἑανὸς καὶ ἑᾰνός, καὶ ἐνίοτε ἘΣ, ὡς ἐσθής, ἐσθέω, ἔσθημα). Ἡ ῥιζικὴ σημασία, ἐνδύω τινά, μετὰ διπλῆς αἰτ., κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσει, θά σε ἐνδύσῃ μὲ χλαῖναν καὶ χιτῶνα, Ὀδ. Ο. 338, πρβλ. Π. 79, Ἰλ. Ε. 905. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., μόνον μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐνδύω ἐμαυτόν τι, φορῶ, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷμαι Ὀδ. Ψ. 115, χλαίνας εὖ εἱμένοι Ο. 330· ὡσαύτως ἐπὶ πανοπλίας, ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκὸν Ἰλ. Ξ. 383, κτλ.· ἐπὶ μεγάλων ἀσπίδων, αἵτινες ἐκάλυπτον ὅλον τὸ σῶμα, ἀσπίδας, ὅσαι ἄρισται ἐνὶ στρατῷ ἠδὲ μέγισται ἑσσάμενοι αὐτόθι 372· ξυστὰ κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ, μακρὰ δόρατα, «κοντάρια», κατὰ τὸ ἄκρον κεκαλυμμένα διὰ χαλκοῦ, «σεσιδηρωμένα» (Σχόλ.), Ο. 389· ἐπὶ παντὸς καλύμματος, ὡς π.χ. ἐπὶ σκεπασμάτων κλίνης, σκεπάζομαι, χλαίνας τ’ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι Ὀδ. Δ. 299· ἐπὶ δὲ νεφέλην ἕσσαντο, «νεφέλην δὲ περιεβάλοντο ἄνωθεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ξ. 350· ἠέρα ἑσσαμένῳ αὐτόθι 282· εἱμένος ὤμοιν νεφέλης Ο. 308· καὶ δι’ ἰσχυρᾶς μεταφορᾶς, ἀλλὰ μάλα Τρῶες δειδήμονες· ἦ τέ κεν ἤδη λάϊνον ἕσσο χιτῶνα κακῶν ἕνεχ’, ὅσα ἔοργας, ἀλλὰ λίαν ἄτολμοι εἶναι οἱ Τρῷες, διότι ἄλλως θὰ περιεβάλεσο ἤδη ὑπὸ λιθίνου χιτῶνος δι’ ὅσα κακὰ ἔπραξας, δηλ. ἤθελες φονευθῆ διὰ λίθων, Ἰλ. Γ. 57· οὕτω βραδύτερον, ἕσσασθαι γῆν Πίνδ. Ν. 11. 21· τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος Σοφ. Ο. Τ. 1701: - μεταφ. ὡσαύτως, φρεσὶν εἱμένοι ἀλκὴν Ἰλ. Υ. 381, πρβλ. ἐφέννυμι. - Σπάνιον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἴδε ἀνωτ.), οἵτινες ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζονται τὰ σύνθετα, καὶ οὕτω πάντοτε ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἴδε ἰδίως τὸ ἀμφιέννυμι.

French (Bailly abrégé)

f. ἕσω, ao. ἕσσα, pf. inus.
vêtir, revêtir : τινά τι, qqn de qch;
Moy. ἕννυμαι (impf. 3ᵉ sg. poét. ἕννυτο ; ao. 3ᵉ sg. ἕσατο ou ἑέσσατο, 3ᵉ pl. ἕσσαντο ; pf. εἷμαιpart. εἱμένος, et ἕσμαι, 2ᵉ sg. ἕσσαι ; pqp. ἕσμην, ἕσσο, ἕστο, 3ᵉ pl. εἵατο, 3ᵉ duel ἕσθην, et ἑέσμην > 3ᵉ sg. ἕεστο) se revêtir : τι, de qch ; χροῒ εἵματα OD se couvrir le corps de vêtements ; περὶ χροῒ χαλκόν IL se couvrir le corps d’une armure d’airain ; s’envelopper de : νεφέλην IL d’un nuage ; εἱμένος ὤμοιϊν νεφέλην IL qui a les épaules enveloppées d’une nuée ; κεν λάϊνον ἕσσο χιτῶνα IL tu aurais été revêtu d’une tunique de pierre, càd déposé dans un tombeau ; fig. φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν IL s’étant armé de vigueur dans son âme.
Étymologie: p. assimilat. p. *ἕσνυμι de la R. Ϝεσ, vêtir ; cf. lat. vestis.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. εἵνυμι

• Morfología: [fut. ind. ἕσσω Od.15.338, 16.79; aor. ind. 3a sg. ἕσσε Il.5.905, inf. ἕσσαι Thgn.1001, part. ἕσσας Od.14.396, med. ind. 3a sg. ἕσσατο Il.10.334, 3a plu. ἕσσαντο Il.14.383, ἕσαντο Il.20.150, arcad. subj. 3a sg. Ϝέσɛ̄τοι Sokolowski 2.32.1 (Arcadia V a.C.), inf. ἕσασθαι Il.24.646, ἕσσασθαι Hes.Op.536, Meropis 5, part. fem. ἑσσαμένη h.Ven.64, plu. Ϝεσσαμέναι Alcm.53; med. perf. ind. εἷμαι Od.19.72, Od.1.191, 24.250, part. masc. εἱμένος Il.15.308, neutr. plu. Ϝημένα Alcm.117, plusperf. 2a sg. ἕσσο Il.3.57, Od.16.199, 3a sg. ἕστο Il.23.67, Od.22.363, Cypr.4, ἕεστο Il.12.464, h.Ven.86, εἷστο Hsch., 3a plu. εἵατο Il.18.596, 3a du. ἕσθην Il.18.517]
I tr. vestir c. doble ac. κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσει te vestirá con un manto y una túnica, Od.15.338, cf. 16.79, 396, τὸν δ' Ἥβη λοῦσεν, χαρίεντα δὲ εἵματα ἕσσε Il.5.905, λυγρὰ δὲ εἵματα ἕσσε περὶ χροΐ Od.16.457.
II intr., en v. med.-pas.
1 vestirse, ponerse, revestirse c. ac. int. etim. χρύσεια δὲ εἵματα ἕσθην ambos iban vestidos con áureas ropas, Il.18.517, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷμαι Od.19.72, 23.115, cf. 11.191, περὶ χροὶ εἵματα ἕστο Il.23.67, Cypr.l.c., cf. h.Ven.64, c. ac. int. no etim. ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἔννυτο Od.5.230, cf. Bio 2.7, χλαίνας εὖ εἱμένοι ἠδὲ χιτῶνας Od.15.331, cf. 5.229, Hes.l.c., χρὴ καλὰ (εἵματα) μὲν αὐτὴν ἕννυσθαι Od.6.28, cf. 16.199, 24.250, οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ' ἐϋννήτους Il.18.596, ἕσσατο δ' ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῖο λύκοιο Il.10.334, cf. Meropis 5, Alcm.l.c., πέπλον ... ἕεστο φαεινότερον πυρὸς αὐγῆς h.Ven.86, cf. Orph.H.43.6, λᾶδος Ϝημένα καλόν Alcm.117, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένη χρόα πέπλων λακίσματα vestida con andrajosos jirones de peplos sobre mi andrajoso cuerpo E.Tr.496
frec. de armas ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκόν Il.14.383, cf. 12.464, 19.233, (ξυστὰ) κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ Il.15.389, τεύχεα ἑσσαμένω Il.23.803, abs. en anacoluto ἀσπίδες ... ἑσσάμενοι Il.14.372
fig. revestirse en v. pas. φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν Il.20.381, ἦ τέ κεν ἤδη λάϊνον ἕσσο χιτῶνα en ese caso, ya estarías vestido con pétrea túnica, e.e., lapidado, Il.3.57, Luc.Pisc.5, de signos de divinidad y poder τι ήραν εἱμένη καλήν Archil.158.14.
2 envolverse en, cubrirse, taparse χλαίνας τ' ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι y colocar (en los catres) mantas de lana por encima para taparse, Il.24.646, Od.4.299, ἠέρα ἑσσαμένω envueltos los dos en bruma, Il.14.282, cf. Epic.Alex.Adesp.SHell.938.6, εἱμένος ὤμοιιν νεφέλην Il.15.308, τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος S.OC 1701.

• Etimología: De *Ϝεσ-νυ-μι a partir de una r. ide. *u̯es-, cf. arm. z-genum ‘vestirse’, y c. otro tipo de pres. gr. εἷμαι, ai. váste, het. imperat. act. 2a plu. veš-ten.