νύσσα

From LSJ
Revision as of 10:30, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύσσα Medium diacritics: νύσσα Low diacritics: νύσσα Capitals: ΝΥΣΣΑ
Transliteration A: nýssa Transliteration B: nyssa Transliteration C: nyssa Beta Code: nu/ssa

English (LSJ)

ης, ἡ, in a race-course,    1 = καμπτήρ, turning-post, Il.23.332,344 ; ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθήτω, of the near horse, ib.338, cf. Theoc.24.119 : metaph., turning-point of the recurrent nerve, Gal. UP16.4.    2 starting-and winning-post, τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος Il.23.758, Od.8.121 : metaph., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Opp.H.3.11.

German (Pape)

[Seite 271] ἡ, eine Säule auf der Rennbahn, auch στήλη, – a) am äußersten Ende der Bahn, den Punkt bezeichnend, wo umgelenkt wird, der Prellstein, auch καμπτήρ, Il. 23, 332. 344; ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι, 23, 338, das linke Pferd mußte so hart als möglich an der νύσσα herumstreifen, während der Wagenlenker das rechte Pferd anstachelte, νύσσει, den größern Bogen zu beschreiben; vgl. Xen. Conv. 4, 6. – b) am Anfang der Bahn, den Ort des Ankommens bezeichnend, die Schranken, Il. 23, 758 Od. 8, 121; dah. übh. Z i el, αὐτὰρ νειατίην ἐλάων περὶ νύσσαν ἀοιδήν, Maneth. VI, 738; a. Sp., vgl. Opp. Hal. 3, 11. 5, 642; Lycophr. 15. – Bei Bion 15, 31 übh. Scheidewand.

Greek (Liddell-Scott)

νύσσα: -ης, -ἡ, (νύσσω) ὡς τὸ Λατ. meta, ὄνομα δύο στηλῶν ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ (ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ.). 1) ἡ στήλη περὶ ἣν τὰ ἅρματα ἐστρέφοντο κατερχόμενα διὰ τοῦ δεξιοῦ μέρους τοῦ ἱπποδρόμου καὶ ὑπέστρεφον διὰ τοῦ ἀριστεροῦ (πρβλ. καμπτήρ), Ἰλ. Ψ. 332, 344· καὶ ὁ μὲν πλησιέστατος ἵππος ἔκαμπτεν ἐγγύτατα τῆς νύσσης, ὅθενφράσις, ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι (Ψ. 338), ὁ δὲ ἔξω ἵππος ἐποίει μεγαλείτερον κύκλον, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4. 6. 2) ἡ ἐν τῷ ἑτέρῳ ἄκρῳ στήλη, ἐξ ἧς ἐξώρμων καὶ ἥτις ἧτο τὸ σημεῖον τῆς νικηφόρου ὑποστροφῆς (πρβλ. ἄφεσις, βαλβίς), τοῖσι δ’ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος Ἰλ. Ψ. 758, Ὀδ. Θ. 121· μεταφορ., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Ὀππ. Ἁλ. 3. 11. ΙΙ. καθόλου, μεσότοιχον διάφραγμα, Βίων 7. 31.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
borne à l’extrémité de la carrière et que l’on tournait pour revenir.
Étymologie: DELG νύσσω, « la chose où l’on butte ».

English (Autenrieth)

turning-post (meta), in the hippodrome, Il. 23.332; elsewhere, starting-point or line.

Spanish

aguijoneadora