δικαιοσύνη

From LSJ
Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιοσύνη Medium diacritics: δικαιοσύνη Low diacritics: δικαιοσύνη Capitals: ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Transliteration A: dikaiosýnē Transliteration B: dikaiosynē Transliteration C: dikaiosyni Beta Code: dikaiosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A righteousness, justice, Thgn.147, Hdt.1.96, al., Pl. R.433a, LXX Ge.15.6, etc.; δ. δικαστική legal justice, Arist.Pol.1291a27; opp. ἐπιείκεια, Id.EN1137a32.    2 fulfilment of the Law, LXX Is.26.2, al., Ev.Matt.3.15, al.    II justice, the business of a judge, Pl.Grg.464b, 464c (v.l. δικαστική), Clit.408b.    III Δ., personified, AP9.164; Ἶσις Δ. SIG1131 (Delos), IG3.203.    IV Pythag. name for four, Theol.Ar.23.    V δικαιοσύνη· ἡ χοῖνιξ, μυστικῶς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 627] ἡ, Gerechtigkeit, die Eigenschaft und Handlungsweise des δίκαιος, Rechtlichkeit; δ. ἐστὶ τὸ τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν Plat. Rep. IV, 433 a; vgl. Arist. Eth. Nic. 5; Ggstz ἀνομία Xen. Mem. 1, 2, 24; Wohlthat, Inscr. 101; εἰς τοὺς δημότας 102; der ἐλεημοσύνη entsprechend, Math. 6, 1. 2, u. sonst im N. T. – Von späteren Dichtern auch personificirt als Göttin.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιοσύνη: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ δικαίου, Θέογν. 147, Ἡρόδ. 1.96, 6.86. 7.52, κτλ.· δ. δικαστική, νομική, ἡ ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἀριστ. Πολ. 4.4,14. ΙΙ. ἡ ἀσχολία δικαστοῦ, Πλάτ. Γοργ. 464Β, C (διάφ. γρ. δικαστική), πρβλ. Κλειτοφ. 408Β.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
justice, sentiments de justice, pratique de la justice.
Étymologie: δίκαιος.

Spanish (DGE)

(δῐκαιοσύνη) -ης, ἡ

• Alolema(s): -α E.Fr.486, Eccelus 78.1, Plu.Lyc.20; lesb. δικαο- IG 12(2).23.5 (Mitilene I d.C.)

• Prosodia: [-ῠ-]
I 1justicia, conducta justa en rel. c. los dioses εἴς τε δικαιοσύνην θνητῶν γένος ἤγαγε Titanomach.11.1, οἱ ... τότε ἄνθρωποι ὁμοτράπεζοι θεοῖς ἦσαν ὑπὸ δικαιοσύνης καὶ εὐσεβείας Paus.8.2.4, como virtud ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετή 'στιν Phoc.10, cf. Thgn.147, εἴπερ σοφία τε καὶ ἀρετή ἐστιν δ. Pl.R.351a, ἀρετῆς ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης τῆς εἰς τὴν βουλήν IG 22.401.32 (IV a.C.), cf. SEG 22.120.3 (Ramnunte III a.C.), μεγάλα γὰρ ἱερὰ τῆς ἀρετῆς ἐστιν ἐπὶ δικαιοσύνην Hp.Ep.11, cf. Lys.12.5, CEG 96.2 (Ática V a.C.), οὐχ οἷόν τέ γε ἄνευ δικαιοσύνης ἀγαθὸν πολίτην γενέσθαι X.Mem.4.2.11, φρόνησίς τε καὶ σωφροσύνη καὶ δ. Aristo Stoic.1.86, τὰν δικαιοσύναν ... τιθηνὰν τᾶν ἀλλᾶν ἀρετᾶν Eccelus l.c., cf. Pythag.B 4, Anaximen.Rh.1422a10, Plu.2.243d, Luc.Am.24, Arr.Epict.2.20.25, Aristid.Quint.115.25, Bio Bor.17, Origenes Cels.5.47, Iust.Phil.1Apol.6.1, δικαιοσύνην ... ἤσκεε llevaba una conducta recta Hdt.1.96, ὅτι γε τὸ τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν δ. ἐστί Pl.R.433a, δικαιοσύνης δὲ (σημεῖον) τοῖς ἀδικουμένοις βοηθεῖν Lys.2.14, cf. Arist.EN 1130 passim, 1137a32, LXX Ge.15.6, Is.26.2, reducido a la esfera humana ὁσιότης μὲν πρὸς θεόν, δ. δὲ πρὸς ἀνθρώπους Ph.2.30
plu. acciones justas Θεὸς εὐφραίνεται ταῖς δικαιοσύναις ἡμῶν Gr.Nyss.M.46.417C.
2 en sent. legal justicia τῶν δὲ δυώδεκα βασιλέων δικαιοσύνῃ χρεωμένων Hdt.2.151, cf. D.C.49.20.4, δ. δικαστική justicia en los tribunales Arist.Pol.1291a27, cf. Philostr.VA 6.21, ὅπερ ἐστὶν ἀρχὴ καὶ τέλος δικαιοσύνης Plb.6.6.7, cf. Antipho Soph.B 44A.1.6, 16, Isoc.1.38, Epicur.Sent.[5] 33, μεγίστην ἐπὶ δικαιοσύνῃ δόξαν ἐκτήσατο D.S.11.47, δικαιοσύνης ὁ φθόνος ὀξύτερος AP 7.361, cf. Ph.1.615, D.L.1.10, Plu.Lyc.20, Vett.Val.2.23, PGnom.194 (II d.C.), Porph.Sent.32
crist. de la justicia de Dios ἡ νομοθεσία τὴν τοῦ θεοῦ δικαιοσύνην ... καταγγέλλει Clem.Al.Strom.2.17.86
cumplimiento de la ley op. ἀνομία: ἄνθρωποι ἀνομίᾳ μᾶλλον ἢ δικαιοσύνῃ χρωμένοι X.Mem.1.2.24, πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην cumplir totalmente la ley, Eu.Matt.3.15.
3 justicia ejercida como una τέχνη, función del juez ἰατρικὴ τῇ γυμναστικῇ καὶ ἡ δ. τῇ νομοθετικῇ Pl.Grg.464c, cf. 465c, Clit.408b.
4 el número cuatro en la fil. pitagórica Theol.Ar.23
tb. el número cinco, Theol.Ar.27.
5 δ.· ἡ χοῖνιξ μυστικῶς Hsch.
II Justicia personif. δικαιοσύνας τὸ χρύσεον πρόσωπον E.Fr.486, cf. Luc.Pisc.16, 18, Orph.H.63.3, AP 7.698 (Christod.), 9.164.

English (Strong)

from δίκαιος; equity (of character or act); specially (Christian) justification: righteousness.