ἐπηρεάζω
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
A threaten abusively, λέγειν ἐπηρεάζοντες Hdt.6.9: c. acc., speak disparagingly of, τὴν ἀγαθὴν ἀναστροφήν 1 Ep.Pet.3.16. II deal despitefully with, act despitefully towards, c. dat. pers., X.Mem. 1.2.31; ἐ. μοι συνεχῶς καὶ μικρὰ καὶ μείζω D.21.14, etc.; ἐ. ψηφίσμασι καὶ νόμοις oppose them insolently, Id.18.320; τινός Luc.Nav.27; τινά Arist.Pol.1311a37, Ev.Luc.6.28, etc.; εἰ δ' ἄν τις . . ἐπηρειάζεν δέατοι ἰν τὰ ἔργα IG5(2).6.46 (Tegea, iv B.C.): abs., to be insolent, Antipho 6.8; ὑψηλὴ ῥὶς ὥσπερ -άζουσα διατετείχικε τὰ ὄμματα X.Smp.5.6:— Pass., to be insulted, Lys.29.7, D.21.15, D.S.36.11, Ph.2.52, PGen. 31.18 (ii A.D.):—later Med. in act. sense, τινί PLond.3.846.6 (ii A.D.). III of the action of disease, διάφορα ἐ. μόρια Steph.in Hp. 1.204 D.
German (Pape)
[Seite 920] (ἐπήρεια), drohen, bedrohen, Her. 6, 9; allgemeiner, zu beeinträchtigen suchen, verleumden, mißhandeln, οἱ κατήγοροι καὶ οἱ ἐπηρεάζοντες Antiph. 6, 8; τινί, Xen. Mem. 1, 2, 31; Is. 2, 28; Dem. Lept. 142; τοῖς ψηφίσμασιν 18, 320; αὐτὸν ἑαυτῷ Plut. Fab. 19; seltener c. gen., Luc. nav. 27 u. Sp.; nach Schol. Ar. Nub. 874. συκοφάνται καλοῦνται οἱ ἐπηρεάζοντες; Xen. Conv. 5, 6 sagt ἡ ὑψηλὴ ῥὶς ὥσπερ ἐπηρεάζουσα διατετείχικε τὰ ὄμματα. Bei Sp., wie N. T., auch mit dem acc. u. εἴς τινα. Vgl. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηρεάζω: παρατατ. ἐπηρέαζον: ἀόρ. ἐπηρέασα, ἀπειλῶ, τάδε σφι λέγετε ἐπηρεάζοντες Ἡρόδ. 6. 9. ΙΙ. φέρομαι ὑβριστικῶς πρός τινα, ἐνεργῶ ὑβριστικῶς κατ’ αὐτοῦ (πρβλ. ἐπηρεασμός), μετὰ δοτ. προσ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 31· παρενοχλῶ, ἐπ. μοι συνεχῶς καὶ μικρὰ καὶ μείζω Δημ. 519. 14, κτλ.· οὕτω, ἐπηρεάσαι τοῖς ψηφίσμασι, ἐναντιωθῆναι εἰς αὐτὰ μετὰ θρασύτητος, ὁ αὐτ. 331. 14·- ὡσαύτως, ἐπ. εἴς τινα Ἀντιφῶν 131. 23· ἐπ. τινος Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 27· τινὰ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 15:- ἀπολ., προπηλακίζω, ὑβρίζω, Ἀντιφῶν 142. 16· παρεμβάλλω ἐμπόδιον, Ξεν. Συμπ. 5, 6.- Παθ., προσβάλλομαι, ὑβρίζομαι, Λυσ. 182. 10, Δημ. 519. 20· πρβλ. ὑβρίζω.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπηρεάζει· βιάζει».
French (Bailly abrégé)
1 menacer;
2 chercher à nuire, vexer, diffamer, calomnier, τινι ; abs. être insolent.
Étymologie: cf. ἐπήρεια.
English (Strong)
from a comparative of ἐπί and (probably) areia (threats); to insult, slander: use despitefully, falsely accuse.