ἀληθινός

Revision as of 17:52, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

ή, όν,

   A agreeable to truth:    1 of persons, truthful, trusty, στράτευμα, φίλοι, X.An.1.9.17, D.9.12, cf. Posidipp.26. Adv. -νῶς, φιλεῖν X.Smp.9.5: Sup. -ώτατα Plb.39.37.    2 of things, true, genuine, Pl.R.499c, Arist.EN1107a31 (Comp.); esp. of purple, πορφυρίς X.Oec.10.3, cf. Edict.Diocl.24.6; ἰχθύς Amph.26; πέλαγος Men.65; λόγος Id.Sam.114; τὰ ἀ. real objects, opp. τὰ γεγραμμένα, Arist.Pol.1281b12; of persons, ἐς ἀ. ἄνδρ' ἀποβῆναι to turn out a genuine man, Theoc.13.15: Astron., true (opp. φαινόμενος apparent), of risings and settings, Autol.1 Def.1, al.    II Adv. -νῶς truly, really, opp. γλίσχρως, Isoc.5.142; ζῶντα ἀ. really alive, Pl.Ti.19b; ἀ. γεγάμηκεν ; Antiph.221.    2 honestly, straightforwardly, OGI 223.17 (Erythrae).

German (Pape)

[Seite 94] ή, όν, aufrichtig, wahrhaft, στράτευμα, ein zuverlässiges Heer, Xen. An. 1, 9, 17; φίλοι Dem. 9, 12; μαρτυρία 29, 15; ἀπόφασις Dinarch. 1, 59. – Gewöhnl. witklich, ächt, σοφία καὶ ἀρετή Theaet. 176 c; βασιλεύς Polit. 259 a u. Folgende. – Adv. ἀληθινῶς, Isocr., im Ggstz von οὐ γλίσχρως, im Ggstz von πεπλασμένως, Bato com. Stob. Flor. 6, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθινός: -ή, -όν, σύμφωνος τῇ ἀληθείᾳ. 1) ἐπὶ προσώπων, φιλαλήθης, ἀξιόπιστος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17, Δημ. 113, 27. 2) ἐπὶ πραγμάτων, πραγματικός, ἀληθής, γνήσιος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ προσποιητὸν ἢ πλαστόν, μὴ γνήσιον, Πλατ. Πολ. 499C, κτλ. ἰχθύς, Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1· πέλαγος, Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐληλητρίδι» 1. 5, τὰ ἀλ., τὰ πραγματικά, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ τὰ γεγραμμένα, Ἀριστ. Πολ. 3. 11. 4· οὕτως ἐπὶ προσώπων, ἐς ἀλ. ἄνδρ’ ἀποβῆναι, ὅπως καταστῇ «σωστὸς» ἀνήρ, Θεόκρ. 13. 15: ― Ἐπίρρ. -νῶς, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Ἰσοκρ. 111Β, Πλάτ., κτλ., ζῆν ἀλ., εἶναι ἀληθῶς ζῶντα, Πλάτ. Τίμ. 19Β· ἀληθινῶς γεγάμηκεν...; Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοπάτορι» 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
véridique, sincère.
Étymologie: ἀληθής.

Spanish (DGE)

(ἀληθῐνός) -ή, -όν

• Alolema(s): dór. ἀλᾱθῐνός Theoc.13.15

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1op. impl. o explíc. a lo imitado, fingido o falso, casi nunca pred. verdadero, auténtico, de verdad τοῦ γὰρ ἐόντος ἀληθινοῦ κρεῖσσον οὐδέν Meliss.B 8.5, ἡγεμὼν ἀ. Isoc.15.206, ἀ. ἄρχων Pl.R.347d, πρίν ... ἄν ... ἀληθινῆς φιλοσοφίας ἀληθινὸς ἔρως ἐμπέσῃ Pl.R.499c, ἀ. φιλόσοφος PHamb.37.6 (II d.C.), εἰ ... ἐπιδεικνύς τε ... καὶ πορφυρίδας ἐξιτήλους φαίην ἀληθινὰς εἶναι; X.Oec.10.3, cf. DP 24.6, de estatuas ὁμοιότερά τε τοῖς ἀληθινοῖς καὶ πιθανώτερα ποιεῖς φαίνεσθαι; ¿las haces parecer más auténticas y más convincentes? X.Mem.3.10.7, συμμάχων δ' εἶναι καὶ φίλων ἀληθινῶν ἐν τοῖς τοιούτοις καιροῖς παρεῖναι es propio de los aliados y de los amigos de verdad acudir en tales ocasiones D.9.12, τὸ ἀληθινὸν αἰδοῖον la verdadera vulva Arist.HA 579b26, οἱ δ' ἐπὶ μέρους ἀληθινώτεροι los principios particulares son más verdaderos Arist.EN 1107a31, διαφέρουσιν ... τὰ γεγραμμένα διὰ τέχνης τῶν ἀληθινῶν se distinguen las cosas pintadas de los modelos de verdad Arist.Pol.1281b12, ἰχθύες ἀληθινοί pescado de verdad Amphis 26, cf. κάραβος ἀ. Macho 29, χάλκεόν νιν ἀντ' ἀλαθινοῦ ... ἀνέθηκαν Theoc.Ep.18.3, ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀποβῆναι convertirse en hombre de verdad Theoc.13.15, τὸ δ' οὐχὶ φάσμ' ἔστ', ἀλλὰ παῖς ἀληθινή Men.Phasm.9, cf. Fr.64.5, παράβολος ὁ λόγος ... ἀλλ' ἀληθινός Men.Sam.329, (ἡ ἱστορία) κριτὰς ἀληθινοὺς ἀποτελεῖ Plb.1.35.10, φόβος ἀληθινός Plb.3.75.8, ἁμάρτημα D.C.46.5.3, σὺ τυγχάνεις Αἰγύπτιος ἀληθινός; Ps.Callisth.4.6, cf. PGiss.Lit.6.3.27 (III d.C.), ἀ. ὁ λόγος LXX 2Pa.9.5, δέδωκα ἀποδείξεις ἀληθινάς he dado explicaciones ajustadas a la verdad, BGU 1141.12 (I a.C.), cf. PPetr.2.19.1a.6 (III a.C.), τὰ τροπικῶς εἰρημένα εἰς τὰ ἀληθινὰ λαμβάνουσι toman por verdadero lo dicho figuradamente Epiph.Const.Anc.43
esp. de Dios verdadero ἱκετεύειν τὸν ἀληθινὸν θεόν Ph.2.599, cf. POxy.925.2 (V/VI d.C.), Corinth 8(3).508.1 (V/VI d.C.), de la iglesia IGChEg.481 (biz.)
c. otras trad. ἄνθρωποι κακοὶ ἀληθινῶν ἀντίδικοι los hombres malos son opuestos a los veraces Heraclit.B 133, τὴν ὑπ' Ἀριστοτέλους παραδιδομένην ἱστορίαν περὶ τῆς ἀποικίας ἀληθινωτέραν εἶναι συμβαίνει la versión aristotélica de la colonización resulta más verídica Plb.12.5.4, ἄμπελος ... ἀ. una viña legítima LXX Ie.2.21, ἀληθινῶν δὲ στόμα ἐμπλήσει γέλωτος de las personas veraces llenará la boca de risa LXX Ib.8.21.
2 teñido con púrpura auténtica, genuina ἐκ τῆς σχῆμα Io.Mal.Chron.M.97.101C, στηθάριον ib.612B.
II adv. -ῶς
1 sincera, lealmente οὐκ ἀληθινῶς, ἀλλὰ καταπεπλασμένως no de manera sincera, sino artificiosa Isoc.6.98, ἀπλάστως καὶ ἀ. IEryth.31.17 (III a.C.).
2 real, verdaderamente οὐ γλίσχρως ἀλλ' ἀληθινῶς Isoc.5.142, εἴτε ὑπὸ γραφῆς εἰργασμένα εἴτε καὶ ζῶντα ἀ. Pl.Ti.19b, ἀ. τοῖς στόμασι φιλοῦντες X.Smp.9.5, ὁ ἀ. δημοτικός Arist.Pol.1320a33, πεπαιδευμένος ἀ. LXX Si.42.8.

English (Strong)

from ἀληθής; truthful: true.