συκομορέα
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
or σῡκομορ-αία, ἡ,= συκόμορος, Ev.Luc.19.4.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκομορέα: ἢ -αία, ἡ, = συκόμορος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 4. ― Ὁ Κόντος ὅμως (Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 573-4) ψέγει τὸν τύπον συκομοραία ὡς πλημμελῆ.
English (Thayer)
(Lachmann συκομωρεα ( st bez συκομωραία, cf. Tdf. s note on Luke as below; WH's Appendix, pp. I52,151)), συκομορεας, ἡ (from σῦκον and μορεα the mulberry tree), equivalent to συκάμινος (but see the word, and references), a sycomore-tree: Geoponica 10,3,7.)