ἐπιρρίπτω

From LSJ
Revision as of 18:13, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρίπτω Medium diacritics: ἐπιρρίπτω Low diacritics: επιρρίπτω Capitals: ΕΠΙΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: epirríptō Transliteration B: epirriptō Transliteration C: epirripto Beta Code: e)pirri/ptw

English (LSJ)

(

   A ἐπῐρίπτω AP5.128 (Autom.)), cast at, ὅτε μοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν Od.5.310; διώκων ἐ. ἑαυτόν throws himself upon his prey, Arist.HA629b20; Βρούτῳ τὴν αὑτοῦ φοινικίδα ἐ. Plu.Ant.22; χεῖρα ἐ., Lat. manum injecit, AP9.84 (Antiphan.): metaph., ἐ. πλάνας τινί A.Pr.738; ψευδεῖς αἰτίας ἐ. D.S. 14.12; τὴν μέριμναν ἐπὶ [θεόν] 1 Ep.Pet.5.7; inflict, πολλὰσκληρὰ . . ἐπιρριφήσεται, c. dat., Nech.in Cat.Cod.Astr.7.146.    2. apply a plaster or fomentation, Sor.1.50 (Pass.), 69; σκεπάσματα Dsc.5.88.    3. Pass., -όμενα σκιρρώματα spreading over the surface, Id.1.42.    4. requisition, ἔργα PTeb.5.249 (ii B.C.); ἱερεῖα τρέφειν ib.183.    5. metaph. in Pass., to be imminent, οὐ βραχὺς ἐπέρριπτο κίνδυνος Ph.2.594.    II. throw out opinions, ἀδιορίστως ἐ. περὶ τῶν λοιπῶν, v.l. for -, Arist.Metaph.986a34.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρίπτω: ῥίπτω ἐναντίον τινός, ὅτε μοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν Ὀδ. Ε. 310· ὁ λέων ἐπ. ἑαυτόν, ῥίπτει ἑαυτόν, ὁρμᾷ ἐπὶ τῆς λείας του, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 4· ῥίπτω ἐπάνω εἴς τινα, ἐπ. στεφάνους Πολύβ. 18. 29, 12· Βρούτῳ τὴν φοινικίδα Πλουτ. Ἀντών. 22· χεῖρα δ’ ἐπέρριψεν (ἐπὶ τοῦ κύτους), ἔρριψεν ἐπ’ αὐτοῦ τὴν χεῖρα, ἐπελάβετο αὐτοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 84: - μεταφ., προξενῶ, τῇδε γὰρ θνητῇ θεός... τάσδ’ ἐπέρριψε πλάνας Αἰσχύλ. Πρ. 738· ἐπιρρίπτω κατά τινος, ψευδεῖς αἰτίας ἐπιρρίπτων, Διόδ. 14. 12. ΙΙ. ἐκφέρω γνώμην, ἀδιορίστως ἐπ. περὶ τῶν λοιπῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 8. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 309.

French (Bailly abrégé)

jeter sur : τινί τι lancer qch à qqn ; τινι δοῦρα OD lancer des javelots contre qqn ; πλάνας τινί ESCHL jeter qqn dans des courses errantes, condamner qqn à des courses errantes.
Étymologie: ἐπί, ῥίπτω.

English (Autenrieth)

(ϝρίπτω), aor. ἐπέρρῖψαν: fling upon or at, Od. 5.310†.

English (Thayer)

(L T Tr WH ἐπιρίπτω, see Rho): 1st aorist ἐπέρριψα; (ῤίπτω); to throw upon, place upon: τί ἐπί τί, Vulg. projicere, to throw away, throw off): τήν μέριμναν ἐπί Θεόν, i. e. to cast upon, give up to, God, Homer, Odyssey 5,310 down.)