αθίβολος

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το
1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα
2. μτφ. αυτό που μπορεί να συμβεί κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο
παροιμ. «σού δίνει η μοίρα ανθίβολο και καταπώς τον ρίξεις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφίβολος, με ανομοίωση, λόγω του ακολουθούντος συνεχόμενου χειλικού συμφώνου β (πρβλ. αθιβάλλω) αρχ. ἀμφίβολος.
ΠΑΡ. αθιβολεύω (Ι), αθιβολιά, αθιβολιάρης].