Σύρος

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σύρος Medium diacritics: Σύρος Low diacritics: Σύρος Capitals: ΣΥΡΟΣ
Transliteration A: Sýros Transliteration B: Syros Transliteration C: Syros Beta Code: *su/ros

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, Syrian, IG12.329.18, Hdt.3.91 codd. (v.l. in 2.30, 104.159, 3.5), Trag.Adesp.162; of the Λευκόσυροι, S.Fr.638, Hdt.1.6 codd., 7.72 codd. (but Σύριοι of the Λ., v. infr.); freq. used as a slave's name, Anaxandr.51, Eriph.6, Hegesipp.Com.1.4, D.45.86, IG22.2937.12, etc.:—fem. Σύρα, Ar.Pax 1146 (troch.), Philem.125. —Syria was called Συρία, Ion. Συρίη, ἡ, Hdt.1.105, etc.; Σ. ἡ Παλαιστίνη Id.3.91, 4.39; Σ. Παλαιστίνη IGRom.3.172.22 (Ancyra, ii A.D.), OGI601.6 (Amastris, ii A.D.); ἡ Φοινίκη Σ. D.S.19.93; Κοίλη Σ. between Lebanon and Anti-Lebanon, v. κοῖλος; ἡ ἄνω Σ. (dub. l.) Str. 2.5.38.—The Syrians were also called Σύριοι, a name which in early times was given to the Assyrians, Hdt.7.63, cf. A.Pers.84 (lyr.), Luc.Syr.D.1; and to the Cappadocians or Λευκόσυροι (Str. 12.3.5. al.), Hdt.1.72, 2.104, 3.90, 5.49; Σ. Καππαδόκαι (v.l. Σ. καὶ K.) Id.1.72; Σ. οἱ ἐν τῇ Παλαιστίνῃ Id.2.104.—Adj. Σύριος [ῠ], α, ον, Syrian, A.Ag.1312, E.Ba.144 (lyr.), etc.; Σ. πόα Arist.HA 627b17; Σ. πύλαι (v. πύλη ΙΙ.2):—also Συριακός, ή, όν, Thphr. CP 2.17.3, Str.2.1.31, etc.—Adv. Σῠρίηθεν from Syria, D.P.895.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 Syrien;
2 synom. de Ἀσσύριος;
3 Σύροι Καππαδόκαι les Syriens de Cappadoce (v. Σύριος).
Étymologie:.

English (Strong)

from the same as Συρία; a Syran (i.e. probably Tyrian), a native of Syria: Syrian.

English (Thayer)

Σύρου, ὁ, a Syrian, i. e. a native or an inhabitant of Syria: Σύρα, a Syrian woman, Tr WH marginal reading (Herodotus, others.))

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. Σύρα Α Συρία
ο κάτοικος της Συρίας ή αυτός που κατάγεται από τη Συρία
αρχ.
(ως προσηγορικό) ονομασία δούλου.

Greek Monotonic

Σύρος: [ῠ], ὁ, αυτός που κατάγεται από τη Συρία, κάτοικος της Συρίας, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

Σύρος:
I (ῠ) ὁ сириец Her., Aesch., Xen., Plut.
IIСир (сын Аполлона и нимфы Синопы, миф. родоначальник сирийцев) Plut.

Middle Liddell

Σῠ́ρος, ὁ,
a Syrian, Hdt., Attic

Chinese

原文音譯:SÚroj 需羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:巖石
字義溯源:敘利亞人,敘利亞的;源自(Συρία)=敘利亞,古名又作亞蘭,在帕勒斯坦之北,意為高地)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 敘利亞(1) 路4:27