καρδιογνώστης

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐογνώστης Medium diacritics: καρδιογνώστης Low diacritics: καρδιογνώστης Capitals: ΚΑΡΔΙΟΓΝΩΣΤΗΣ
Transliteration A: kardiognṓstēs Transliteration B: kardiognōstēs Transliteration C: kardiognostis Beta Code: kardiognw/sths

English (LSJ)

καρδιογνώστου, ὁ, knower of hearts, Act.Ap.1.24, 15.8.

German (Pape)

[Seite 1326] ὁ, der Herzenkenner, N.T. u. K. S.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui connaît le fond des cœurs NT, CLÉM.
Étymologie: καρδία, γιγνώσκω.

English (Strong)

from καρδία and γινώσκω; a heart-knower: which knowest the hearts.

English (Thayer)

καρδιογνωστου, ὁ (καρδία, γνώστης), knower of hearts: Winer's Grammar, 100 (94)).)

Greek Monolingual

ο, θηλ. καρδιογνώστρια (AM καρδιογνώστης, θηλ. καρδιογνώστις)
αυτός που γνωρίζει τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής, τις κρυφές σκέψεις τών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -γνώστης (< γνώστης < γιγνώσκω), πρβλ. αρχαιογνώστης, παντογνώστης.

Greek Monotonic

καρδιογνώστης: -ου, ὁ, αυτός που γνωρίζει τις καρδιές, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καρδιογνώστης: ου ὁ сердцевед(ец) NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρδιογνώστης -ου, ὁ [καρδία, γίγνωσκω] kenner van het hart:. ὁ καρδιογνώστης θεός God, die weet wat er in de mensen omgaat NT Act. Ap. 15.8.

Middle Liddell

καρδιο-γνώστης, ου,
knower of hearts, NTest.

Chinese

原文音譯:kardiognèsthj 卡而笛哦-格挪士帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:心-知道(者)
字義溯源:知道人心者,知道人心;由(καρδία)=心)與(γινώσκω)*=知道)組成;其中 (καρδία)出自(Καππαδοκία)Z*=心)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 知道⋯心(1) 徒1:24;
2) 知道人心(1) 徒15:8