καρδιογνώστης
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
English (LSJ)
καρδιογνώστου, ὁ, knower of hearts, Act.Ap.1.24, 15.8.
German (Pape)
[Seite 1326] ὁ, der Herzenkenner, N.T. u. K. S.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui connaît le fond des cœurs NT, CLÉM.
Étymologie: καρδία, γιγνώσκω.
English (Strong)
from καρδία and γινώσκω; a heart-knower: which knowest the hearts.
English (Thayer)
καρδιογνωστου, ὁ (καρδία, γνώστης), knower of hearts: Winer's Grammar, 100 (94)).)
Greek Monolingual
ο, θηλ. καρδιογνώστρια (AM καρδιογνώστης, θηλ. καρδιογνώστις)
αυτός που γνωρίζει τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής, τις κρυφές σκέψεις τών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -γνώστης (< γνώστης < γιγνώσκω), πρβλ. αρχαιογνώστης, παντογνώστης.
Greek Monotonic
καρδιογνώστης: -ου, ὁ, αυτός που γνωρίζει τις καρδιές, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
καρδιογνώστης: ου ὁ сердцевед(ец) NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρδιογνώστης -ου, ὁ [καρδία, γίγνωσκω] kenner van het hart:. ὁ καρδιογνώστης θεός God, die weet wat er in de mensen omgaat NT Act. Ap. 15.8.
Middle Liddell
καρδιο-γνώστης, ου,
knower of hearts, NTest.
Chinese
原文音譯:kardiognèsthj 卡而笛哦-格挪士帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:心-知道(者)
字義溯源:知道人心者,知道人心;由(καρδία)=心)與(γινώσκω)*=知道)組成;其中 (καρδία)出自(Καππαδοκία)Z*=心)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 知道⋯心(1) 徒1:24;
2) 知道人心(1) 徒15:8