συντριβή

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρῐβή Medium diacritics: συντριβή Low diacritics: συντριβή Capitals: ΣΥΝΤΡΙΒΗ
Transliteration A: syntribḗ Transliteration B: syntribē Transliteration C: syntrivi Beta Code: suntribh/

English (LSJ)

ἡ,
A crushing, τινος Hld.10.28.
II = συντριμμός, LXX. Pr.16.18, al.; ruin, Vett.Val.74.4.

Greek (Liddell-Scott)

συντρῐβή: ἡ, κατασύντριψις, τινος Ἡλιόδ. 17. 28, Εὐστάθ. ΙΙ. = συντριμμός, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙϚ΄, 18). ΙΙΙ. = μετάνοια, Ἀποφθέγμ. Πατέρων 208C.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συντρίβω
όλεθρος, καταστροφή (α. «η συντριβή τών στρατιωτικών τους δυνάμεων ήταν αναπότρεπτη» β. «πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις, πρὸ δὲ πτώματος κακοφροσύνη», ΠΔ)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. σπαραγμός ψυχής
μσν.-αρχ.
σύντριψη.

German (Pape)

ἡ, = σύντριψις, LXX.

Translations

affliction

Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: lijden, pijn; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: affliction, détresse; Galician: anoto; German: Leiden, Behinderung; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: συμφορά, βάσανο; Ancient Greek: ἀπόκναισις, ἄχεα, ἄχη, ἀχθηδών, ἄχος, δυηπάθια, δυηπαθίη, δυσπάθεια, δυσπαθία, δυσχέρημα, ἔκθλιψις, ἔτασις, θλῖψις, κακοπάθεια, κακοπαθία, καταπόνησις, λύπη, μέρμηρα, ξυνοχή, πεῖσις, πένθος, πωρητύς, σαββώ, συνοχή, συντριβή, σύντριμμα, συντριμμός, τὰ δύσφορα; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: afflizione; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: aflição; Russian: страдание, печаль, огорчение, боль, горе, мучение; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: aflicción, tribulación, quebranto; Turkish: ızdırap, dert, keder