ἀλίσγημα
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
-ατος, τό, pollution, Act.Ap.15.20.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
contaminación c. gen. τῶν εἰδώλων Act.Ap.15.20, cf. AB 377, Hsch., Sud.
German (Pape)
[Seite 98] τό, Verunreinigung, N.T.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
souillure;
NT: condamnation.
Étymologie: ἀλισγέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλίσγημα: ατος τό осквернение, скверна NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίσγημα: -ατος, τό, (ἀλισγέω) μόλυνσις, μίασμα, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 20, ἀναφερόμενον εἰς τὰ εἰδωλόθυτα· «ἀλισγημάτων, τῆς μεταλήψεως τῶν μιαρῶν θυμάτων», Ἡσύχιος.
English (Thayer)
(τος, τό (ἀλισγέω, to pollute, which occurs ἀλίνω, ἀλινέω to besmear (Latin linere, cf. Lob. Pathol. Element., p. 21; Rhemat., p. 123; Stephanus Thesaurus, Hesychius, Sturz, De Dial. Alex., p. 145)), pollution, contamination: τοῦ ἀπέχεσθαι κτλ. to beware of pollution from the use of meats left from the heathen sacrifices, cf. ἀλισγέω nor ἀλίσγημα occurs in Greek writings.
Greek Monolingual
ἀλίσγημα, το (Α) ἀλισγῶ
μόλυνση από απαγορευμένη τροφή, μίασμα από θυσία ειδωλολατρών.
Middle Liddell
[from ἀλισγέω
a pollution, NTest.
Chinese
原文音譯:¢l⋯sgema 阿利士給馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:儀式(祭偶像)染污
字義溯源:髒物,污穢;源自(ἀλίσγημα)X*=污損)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 污穢(1) 徒15:20