ἔλεγξις

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλεγξις Medium diacritics: ἔλεγξις Low diacritics: έλεγξις Capitals: ΕΛΕΓΞΙΣ
Transliteration A: élenxis Transliteration B: elenxis Transliteration C: elegksis Beta Code: e)/legcis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A refuting, reproving, LXX Jb.21.4,al.; πικρὸς πρὸς τὰς ἐ. Philostr.VA2.22 (pl.).
2 conviction, παρανομίας 2 Ep.Pet. 2.16.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Grafía: graf. -νξ- Diog.Oen.79.4
I comprobación, verificación, identificación de la realidad mediante la experiencia sensorial, Diog.Oen.l.c., φανέρωσις τῶν κεκρυμμένων Zonar.
II 1reprobación, refutación εἰς ἔλεγξιν μετέβημεν [ἐξ ἐναντι] ώσεως A.Al.7B.43, οὐδὲ γὰρ πικρὸς πρὸς τὰς ἐλέγξεις ἦν Philostr.VA 2.22.
2 reprensión, castigo, Apoc.En.14.1, παρανομίας 2Ep.Petr.2.16, τῆς πλάνης ἡ ἔ. Ath.Al.M.26.1097A, ἡ θεία ἔ. Diad.Perf.60.
3 concr. disputa, pleito μὴ ἀνθρώπου μου ἡ ἔ.; ¿acaso mi pleito es con un hombre? e.d., es con Dios, LXX Ib.21.4, cf. 23.2.

German (Pape)

[Seite 793] ἡ, der Beweis, N. T; Überführung, Widerlegung, Philostr. v. Apoll. 2, 22.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de convaincre de;
2 réfutation, blâme.
Étymologie: ἐλέγχω.

Russian (Dvoretsky)

ἔλεγξις: εως ἡ (из)обличение: ἐλεγξιν ἔσχεν ἰδίας παρανομίας NT он был изобличен в своем беззаконии.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλεγξις: -εως, ἡ, = ὁ ἔλεγχος, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΚΑ΄, 4, κ. ἀλλ.), Φιλόστρ. 74: - τὸ ἐλέγχεσθαι, ἔλεγξιν δὲ ἔσχεν ἰδίας παρανομίας, ἠλέγχθη ὅμως διὰ τὴν ἰδίαν παρανομίαν, Β΄ Ἐπις. Πέτρ. β΄, 16.

English (Strong)

from ἐλέγχω; refutation, i.e. reproof: rebuke.

English (Thayer)

ἐλεγξεως, ἡ (ἐλέγχω, which see), refutation, rebuke; (Vulg. correptio; Augustine, convictio): ἔλεγξιν ἔσχεν ἰδίας παρανομίας, he was rebuked for his own transgression, Philostr. vit. Apoll. 2,22 (p. 74, Olear. edition); the Sept., שִׂיחַ complaint; (Protevangel. Jacob. 16,1 τό ὕδωρ τῆς ἐλεγξεως κυρίου (the Sept. τό ὑδδορ τοῦ ἐλεγμοῦ)).)

Greek Monolingual

η
βλ. έλεγξη.

Greek Monotonic

ἔλεγξις: -εως, ἡ = ἔλεγχος, , καταδίκη, επίκριση, έλεγχος, απόδειξη, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἔλεγξις, εως = ἔλεγχος
a conviction, NTest.

Chinese

原文音譯:œlegxij 誒累格西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:暴露(著)
字義溯源:辯駁,指責,譴責,責備;源自(ἐλέγχω)*=駁倒)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 責備(1) 彼後2:16