Βοιωτιουργής
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
Βοιωτιουργές, (ἔργον) of Boeotian work, κράνος X.Eq.12.3.
German (Pape)
[Seite 452] ές, von böotischer Arbeit, Xen. de re equ. 12, 3; Acl. V. H. 3, 24.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fabriqué en Béotie.
Étymologie: Βοιώτιος, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
Βοιωτιουργής: -ές, (* ἔργω) Βοιωτικῆς ἐργασίας, κράνος Ξεν. Ἱππ. 12. 3.
Greek Monotonic
Βοιωτιουργής: -ές (*ἔργω), αυτός που είναι προϊόν Βοιωτικής εργασίας, σε Ξεν.