Κυνόσαργες
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
εος, τό, Cynosarges, a gymnasium outside the city of Athens, sacred to Heracles, for the use of those who were not of pure Athenian blood, Hdt.5.63, 6.116, And.1.61, D.23.213, Paus.1.19.3.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
Cynosarge, place d'Athènes.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Κῠνόσαργες: ους τό Киносарг (холм в Афинах с гимнасием, посвященным Гераклу) Her., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
Κῠνόσαργες: -εος, τό, γυμνάσιον ἐκτὸς τῶν Ἀθηνῶν ἱερὸν τοῦ Ἡρακλέους, «ἐπειδὴ οὖν καὶ ὁ Ἡρακλῆς δοκεῖ νόθος εἶναι, διὰ τοῦτο ἐκεῖ οἱ νόθοι ἐγυμνάζοντο, οἱ μήτε πρὸς πατρὸς μήτε πρὸς μητρὸς πολῖται» (Σουΐδ), Ἡρόδ. 5. 63., 6. 116, Παυσ. 1. 19, 3· πρβλ. Ἀνδοκ. 9. 5, Δημ. 691. 18· καὶ ἴδε Κυνικὸς ΙΙ.
Greek Monotonic
Κῠνόσαργες: -εος, τό, γυμνάσιο έξω από την Αθήνα, για τη φοίτηση όσων δεν ήταν γνήσιοι Αθηναίοι, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ. (άγν. προέλ.).
Middle Liddell
Cynosarges, a gymnasium outside Athens, for the use of those who were not pure Athenians, Hdt., Dem., etc. [deriv. uncertain]