Στρυμών
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
-όνος, ὁ, the Strymon, a river of Thrace, Hes.Th.339, A. Ag.192 (lyr.), Hdt.1.64, etc.:—Adj. Στρυμόνιος, Στρυμονία, Στρυμόνιον, Strymonian, of the Strymon, A.Pers.867 (lyr.), E.Rh.386 (anap.), etc.; pecul. fem. Στρυμονίς, ίδος, St.Byz.: also Στρυμονικός, Στρυμονική, Στρυμονικόν, Str.7 Fr.32, Ptol.Geog.3.12.7.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
le Strymon, fl. de Macédoine orientale.
Étymologie: ?
Russian (Dvoretsky)
Στρῡμών: όνος ὁ Стримон (река на границе Фракии и Македонии) Her., Aesch., Thuc., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
Στρῡμών: -όνος, ὁ, ποταμός τῆς Θρᾴκης, Ἡσ. Θ. 339, Ἡρόδ., κλπ.· - ἐπίθ. Στρυμόνιος, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Στρυμόνα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 869, Εὐρ., Ἡσύχ., κλπ., ἀνώμαλ. θηλ. Στρυμονίς, -ίδος, Στέφ. Βυζ.· - ὡσαύτως Στρυμονικός, ή, όν, Στράβ. 330, Φώτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 207-211.
Greek Monotonic
Στρῡμών: -ῶνος, ὁ, Στρυμόνας, ποταμός της Θράκης, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· επίθ. Στρυμόνιος, -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Στρυμόνα, σε Αισχύλ., Ευρ.· και Στρυμονικός, -ή, -όν, σε Στράβ.
Middle Liddell
Στρῡμών, όνος, ὁ,
the Strymon, a river of Thrace, Hes., Hdt.:—adj. Στρυμόνιος, η, ον of the Strymon, Aesch., Eur.; and Στρυμονικός, ή, όν, Strab.
Wikipedia EN
The river's name comes from Thracian Strymón, derived from Proto-Indo-European *srew- "stream", akin to English stream, Old Irish sruaimm "river", Polish strumień "stream", Lithuanian straumuoe "fast stream", Bulgarian струя (struia) "water flow", Greek ῥεῦμα (rheũma) "stream", Albanian rrymë "water flow", shri "rain".
The name Strymón was a hydronym in ancient Greek mythology, referring to a mythical Thracian king that was drowned in the river. Strymón was also used as a personal name in various regions of Ancient Greece during the 3rd century BC.