ανανεύω
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
(Α ἀνανεύω)
νεύω προς τα επάνω, κινώ το κεφάλι (ή τα φρύδια) προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, νεύω αρνητικά, αρνούμαι (αντίθ. του κατανεύω)
νεοελλ.
δίνω πάλι σημεία ζωής
αρχ.
1. αρνούμαι να κάνω κάτι
2. σηκώνω το βλέμμα μου, κοιτάζω επάνω
3. επιστρέφω, επανέρχομαι
4. αποστρέφομαι, αποποιούμαι, αηδιάζω
5. σηκώνω και κρατώ το κεφάλι μου ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νεύω.
ΠΑΡ. ανάνευση (-ις) (Ι) αρχ. ἀνανευστικῶς.