απομάχομαι
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
Greek Monolingual
ἀπομάχομαι (AM)
1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου
μσν.
προσπαθώ, επιχειρώ με βία
αρχ.
1. μάχομαι απελπισμένα
2. αντικρούω, δεν παραδέχομαι
3. τελειώνω τη μάχη
4. αποκρούω, απωθώ στη μάχη.