αποφέρω
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
Greek Monolingual
(AM αποφέρω)
νεοελλ.
φέρω ως εισόδημα, αποδίδω ως κέρδος
αρχ.-μσν.
1. αποκαθιστώ, αποζημιώνω
2. (-ομαι) καρπώνομαι
αρχ.
Ι. 1. αποκομίζω, μεταφέρω από κάποιο μέρος σε άλλο
2. (για άνεμο) απωθώ
3. επαναφέρω
4. παραδίδω κάτι που έχει ζητηθεί
5. εισάγω (κατηγορίες, λογαριασμούς κ.λπ.)
6. διαβιβάζω, παραδίδω
7. φεύγω, αναχωρώ
II. (-ομαι)
1. φέρνω μαζί μου, αποκομίζω
2. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου, κερδίζω.