αποφέρω
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
(AM αποφέρω)
νεοελλ.
φέρω ως εισόδημα, αποδίδω ως κέρδος
αρχ.-μσν.
1. αποκαθιστώ, αποζημιώνω
2. (-ομαι) καρπώνομαι
αρχ.
Ι. 1. αποκομίζω, μεταφέρω από κάποιο μέρος σε άλλο
2. (για άνεμο) απωθώ
3. επαναφέρω
4. παραδίδω κάτι που έχει ζητηθεί
5. εισάγω (κατηγορίες, λογαριασμούς κ.λπ.)
6. διαβιβάζω, παραδίδω
7. φεύγω, αναχωρώ
II. (-ομαι)
1. φέρνω μαζί μου, αποκομίζω
2. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου, κερδίζω.