αστυΐατρος

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

και αστίατρος, ο
γιατρός υπεύθυνος για την τήρηση των όρων υγιεινής σε καταστήματα, εστιατόρια κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + ιατρός. Η λ. αστίατρος μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (αρχή εκδόσεως 1833) μαρτυρείται ο τ. αστυΐατρος].