αὐδάζομαι
English (LSJ)
Dep., (αὐδή)
A cry out, speak, αὐδάξασθαι φωνῇ ἀνθρωπηίῃ Hdt.2.55, cf. 5.51, Euph.48; τοῦτ' ἔπος ηὐδάσατο Call.Aet.3.1.21.
2 name, Opp.H.1.127:—Act., fut. αὐδάξω Lyc.892: aor. ηὔδαξα Id.360, dub. l. in AP6.218 (Alc.):—Pass., aor. αὐδαχθεῖσα Orph.H.27.9.
Greek (Liddell-Scott)
αὐδάζομαι: ἀποθ.: (αὐδή): - αὐδῶ, λαλῶ, αὐδάξασθαι φωνῇ ἀνθρωπηΐῃ Ἡρόδ. 2. 55, πρβλ. 5. 51· - ὀνομάζω, ἀποκαλῶ, οὕσθ’ ἁλιῆες ἀνδρὸς ἐπωνυμίην θηλύφρονος αὐδάξαντο Ὀππ. Ἀλ. 1. 127· - ἐνεργητικός τις μέλλων αὐδάξω ἀπαντᾷ παρὰ Λυκόφρ. 892· ἀόρ. ηὔδαξα ὁ αὐτ. 360, Ἀνθ. Π. 6. 218: ἀόρ. παθ. αὐδαχθεῖσα Ὀρφ. Ὕμν. 27. 9.
Greek Monolingual
αὐδάζομαι και αὐδάζω (Α) αυδή
1. μιλώ, λαλώ
2. αποκαλώ, ονομάζω.
Greek Monotonic
αὐδάζομαι: μέλ. -άξομαι, αποθ., (αὐδή), κραυγάζω, φωνάζω, σε Ηρόδ.· εμφανίζεται ένας Ενεργ. αόρ. αʹ αὔδαξα, σε Ανθ.
Middle Liddell
αὐδή
to cry out, speak, Hdt.: an aor1 act. αὔδαξα occurs in Anth.
German (Pape)
fut. αὐδάξομαι, dep. med., sprechen, Her. nur im aor., φωνῇ ἀνθρωπηΐῃ αὐδάξασθαι 2.55; ausrufen, 5.51; nennen, Opp. H. 1.127; – Sp. auch act., αὐδάξω Lycophr. 892; αὔδαξε Alc. Mess. 8 (VI.218).