αὐτοπώλης

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοπώλης Medium diacritics: αὐτοπώλης Low diacritics: αυτοπώλης Capitals: ΑΥΤΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: autopṓlēs Transliteration B: autopōlēs Transliteration C: aftopolis Beta Code: au)topw/lhs

English (LSJ)

αὐτοπώλου, ὁ, selling one's own products, Pl.Plt. 260c; αὐ. περί τι Id.Sph.231d, cf. Sch.Ar.Pl.1155.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de los productos de su propio trabajo Pl.Plt.260c
αὐτοπώλης περὶ τὰ μαθήματα el productor-vendedor de las ciencias Pl.Sph.231d.

German (Pape)

[Seite 400] ὁ, der seine Erzeugnisse selbst verkauft, Plat. Soph. 231 d (B. A. p. 467 αὐτοπώλων von αὐτόπωλοι). Nach Schol. Ar. Plut. 1155, der ihn mit κάπηλος, ἔμπορος, παλιγκάπηλος, μεταβολεύς zusammengestellt, ὁ ἐν τῇ ἰδίᾳ χώρᾳ πωλῶν τὴν ἑαυτοῦ πρόσοδον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui vend lui-même les produits de son travail.
Étymologie: αὐτός, πωλέω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοπώλης: ου ὁ продавец собственных изделий Plat.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπώλης: -ου, ὁ, «ὁ ἐν τῇ ἰδίᾳ χώρᾳ πωλῶν τὴν ἑαυτοῦ πρόσοδον». καθάπερ ἡ τῶν καπήλων τέχνη τῆς τῶν αὐτοπωλῶν διώρισται τέχνης Πλάτ. Πολιτικ. 260C· αὐτ. περί τι ὁ αὐτ. Σοφ. 231D· πρβλ. μεταβολεύς.

Greek Monolingual

αὐτοπώλης, ο (Α)
αυτός που πουλά ο ίδιος τα δικά του προϊόντα.

Greek Monotonic

αὐτοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει τα δικά του αγαθά ή προϊόντα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

πωλέω, selling one's own goods or products, Plat.