βαθυχαίτης

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθυχαίτης Medium diacritics: βαθυχαίτης Low diacritics: βαθυχαίτης Capitals: ΒΑΘΥΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: bathychaítēs Transliteration B: bathychaitēs Transliteration C: vathychaitis Beta Code: baquxai/ths

English (LSJ)

βαθυχαίτου, ὁ, with thick long hair, Hes.Th.977, Ph.2.479; Ἄδωνις Orph.H. 56.7.

Spanish (DGE)

(βᾰθῠχαίτης) -ου
de cabello largo y espeso, Ἀρισταῖος Hes.Th.977, Fr.217.1, παῖδες Ph.2.479, Ἄδωνις Orph.H.56.7, cf. Poll.2.25.

German (Pape)

[Seite 425] ὁ, mit tief herabhängendem, langem Haar, Hes. Th. 977; Orph.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à l'épaisse ou longue chevelure.
Étymologie: βαθύς, χαίτη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθυχαίτης -ου βαθύς, χαίτη met lang haar.

Russian (Dvoretsky)

βαθυχαίτης: с длинными или густыми кудрями Hes.

Greek Monolingual

βαθυχαίτης, ο και βαθυχαιτήεις, -ήεσσα, -ῆεν (Α)
αυτός που έχει μακριά, πυκνά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυχαίτης < βαθύς + χαίτη, ενώ ο τ. βαθυχαιτήεις < βαθύς + χαιτήεις < χαίτη].

Greek Monotonic

βᾰθῠχαίτης: ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει πυκνά και μακριά μαλλιά, χαίτη, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠχαίτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων πυκνὴν καὶ μακρὰν κόμην, Ἡσ. Θ. 977.

Middle Liddell

χαίτη
with deep, thick hair, Hes.