βαθυχαίτης
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
βαθυχαίτου, ὁ, with thick long hair, Hes.Th.977, Ph.2.479; Ἄδωνις Orph.H. 56.7.
Spanish (DGE)
(βᾰθῠχαίτης) -ου
de cabello largo y espeso, Ἀρισταῖος Hes.Th.977, Fr.217.1, παῖδες Ph.2.479, Ἄδωνις Orph.H.56.7, cf. Poll.2.25.
German (Pape)
[Seite 425] ὁ, mit tief herabhängendem, langem Haar, Hes. Th. 977; Orph.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
à l'épaisse ou longue chevelure.
Étymologie: βαθύς, χαίτη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθυχαίτης -ου βαθύς, χαίτη met lang haar.
Russian (Dvoretsky)
βαθυχαίτης: с длинными или густыми кудрями Hes.
Greek Monolingual
βαθυχαίτης, ο και βαθυχαιτήεις, -ήεσσα, -ῆεν (Α)
αυτός που έχει μακριά, πυκνά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυχαίτης < βαθύς + χαίτη, ενώ ο τ. βαθυχαιτήεις < βαθύς + χαιτήεις < χαίτη].
Greek Monotonic
βᾰθῠχαίτης: ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει πυκνά και μακριά μαλλιά, χαίτη, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθῠχαίτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων πυκνὴν καὶ μακρὰν κόμην, Ἡσ. Θ. 977.