βοϊδολάτης
From LSJ
Greek Monolingual
ο
αυτός που κατευθύνει τα βόδια στο όργωμα, ο ζευγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βόιδι + -λάτης < αρχ. ελάτης < ελαύνω (πρβλ. αλογολάτης, ζευγολάτης, πρωτολάτης, στρατολάτης κ.ά.)].
ο
αυτός που κατευθύνει τα βόδια στο όργωμα, ο ζευγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βόιδι + -λάτης < αρχ. ελάτης < ελαύνω (πρβλ. αλογολάτης, ζευγολάτης, πρωτολάτης, στρατολάτης κ.ά.)].