βωλοτόμος
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
βωλοτόμον, clodbreaking, μύρμηκες AP9.438 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que rompe terrones μύρμηκες AP 9.438 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 469] die Erdschollen spaltend, μύρμηκες Philip. 73 (IX, 438).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui fend les mottes.
Étymologie: βῶλος, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
βωλοτόμος: разрыхляющий комья, разрывающий почву (μύρμηκες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βωλοτόμος: -ον, ὁ συντρίβων βώλους, μύρμηκες Ἀνθ. ΙΙ. 9. 438· ― βωλοτομέω, ἐν Βίῳ Ὁμ. εἶναι πιθ. ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ κωλο-, πρβλ. Πλούτ. 2. 377Ε.
Greek Monolingual
βωλοτόμος, ο (Α)
αυτός που ανοίγει τρύπες στους βώλους («βωλοτόμοι μύρμηκες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + -τομος < τέμνω.
Greek Monotonic
βωλοτόμος: -ον (τέμνω), αυτός που σπάζει σβώλους, σε Ανθ.