γαλοτύρι

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek Monolingual

το
είδος τυριού από γάλα με αυτόματη πήξη (το γάλα βράζεται, αλατίζεται και τοποθετείται μέσα σε ασκί για να γίνεται η διήθηση του ορού).