γερωΐα

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γερωΐα Medium diacritics: γερωΐα Low diacritics: γερωΐα Capitals: ΓΕΡΩΪΑ
Transliteration A: gerōḯa Transliteration B: gerōia Transliteration C: geroia Beta Code: gerwi/+a

English (LSJ)

(i.e. γερω'ία), ἡ, Lacon. form of γερουσία, Ar.Lys.980 (γερωχία codd.); cf. γερωνία, Hsch.

German (Pape)

[Seite 486] ἡ, Conj. für γερωσία.

Russian (Dvoretsky)

γερωΐα: v.l. γερωχία ἡ лак. Arph. = γερουσία.

Greek (Liddell-Scott)

γερωΐα: ἡ, Λακων. τύπος τοῦ γερουσία, Ἀριστοφ. Λυσ. 980.

Greek Monolingual

γερωΐα, η (Α)
λακων. γερουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερωhία, άλλος τ. του γερωχία που απαντά στον Αριστοφάνη. Ο τ. γερωhία εμφανίζει προβλήματα αφ' ενός λόγω της σπάνιας τροπής του -h- σε -χ- (γερωχία), αφ' ετέρου λόγω της συριστικοποίησης του -τ- (γερωhία < γερωσία < γερωτία), που μπορεί να εξηγηθεί ως προ-λακωνικός σχηματισμός ή ως επίδραση από την Ιωνική - Αττική].


Translations

senate

Afrikaans: senaat; Albanian: senat; Arabic: مَجْلِس الشُّيُوخ‎; Armenian: սենատ; Azerbaijani: senat; Basque: senatu; Belarusian: сенат; Bulgarian: сенат; Burmese: အထက်လွှတ်တော်, ဆီနိတ်; Catalan: senat; Chinese Mandarin: 參議院/参议院; Czech: senát; Danish: senat; Dutch: senaat; Esperanto: senato; Estonian: senat; Finnish: senaatti; French: sénat; Georgian: სენატი; German: Senat; Greek: γερουσία; Ancient Greek: βόλλα, βουλευτήριον, βουλή, βωλά, γεροντία, γερουσία, γερωΐα, γερωνία, γερωχία, συνέδριον; Haitian Creole: sena; Hebrew: סֶנָאט‎; Hindi: सीनेट; Hungarian: szenátus; Icelandic: öldungadeild; Indonesian: senat; Interlingua: senato; Irish: seanad; Italian: senato; Japanese: 上院, 元老院; Kazakh: сенат; Khmer: ព្រឹទ្ធសភា; Korean: 상원(上院), 원로원(元老院); Kyrgyz: сенат; Lao: ວຸດທິສະພາ; Latin: senatus; Latvian: senāts; Lithuanian: senatas; Macedonian: сенат; Malay: senat; Mongolian Cyrillic: сенат; Mongolian: ᠰᠧᠨᠠᠲ᠋; Norwegian Bokmål: senat; Persian: سنا‎; Polish: senat; Portuguese: senado; Russian: сенат; Serbo-Croatian Cyrillic: сѐна̄т; Roman: sènāt; Slovak: senát; Slovene: senat; Sotho: senate; Spanish: senado; Swahili: seneti; Swedish: senat; Tajik: сенат; Thai: วุฒิสภา; Turkish: senato; Turkmen: senat; Ukrainian: сенат; Urdu: سینیٹ‎; Uzbek: senat; Vietnamese: thượng nghị viện; Welsh: senedd; Yiddish: סענאַט‎