γλευκοπότης
English (LSJ)
γλευκοπότου, ὁ, drinker of new wine, Σάτυροι AP6.44 (Leon. (?)); Πάν APl.4.235 (Apollonid.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bebedor de mosto o vino dulce Σάτυροι AP 6.44 (Leon.?), Πάν AP 16.235 (Apollonid.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
buveur de vin doux.
Étymologie: γλεῦκος, πίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλευκοπότης -ου, ὁ γλεῦκος, πότης drinker van jonge wijn. AP 6.44.1.
German (Pape)
ὁ, Mosttrinker, Pan, Apollnds 10 (Plan. 235); Satyrus Leon.Tar. 18 (VI.44).
Russian (Dvoretsky)
γλευκοπότης: ου ὁ пьющий сусло или молодое вино (эпитет сатиров и Пана) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
γλευκοπότης: ὁ, ὁ πίνων γλεῦκος, μοῦστον, Ἀνθ. Π. 6. 44.
Greek Monolingual
ο
αυτός που πίνει γλεύκος, μούστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + -πότης < πότης < πίνω (πρβλ. οινοπότης, συμπότης)].
Greek Monotonic
γλευκοπότης: ὁ, αυτός που πίνει καινούριο, δηλ. φρέσκο κράσι, μούστο, σε Ανθ.
Middle Liddell
drinker of new wine, Anth.