γογγροκτόνος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γογγροκτόνος Medium diacritics: γογγροκτόνος Low diacritics: γογγροκτόνος Capitals: ΓΟΓΓΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: gongroktónos Transliteration B: gongroktonos Transliteration C: goggroktonos Beta Code: goggrokto/nos

English (LSJ)

γογγροκτόνον, conger-killing, Plu.2.966a.

Spanish (DGE)

-ον
matador de congriospalabra ficticia aplicada como epít. a una divinidad, Plu.2.966a.

German (Pape)

[Seite 500] Meeraale tödtend, Plut. sol. anim. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les congres.
Étymologie: γόγγρος, κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

γογγροκτόνος: шутл. убивающий угрей (ὥσπερἈπόλλων λυκοκτόνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γογγροκτόνος: -ον, ὁ τὰς ἐγχέλεις ἀποκτείνων, Πλούτ. 2. 966Α.

Greek Monolingual

γογγροκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει γόγγρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόγγρος + -κτόνος < κτείνω (πρβλ. αδελφοκτόνος, Βουλγαροκτόνος)].