γογγροκτόνος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
γογγροκτόνον, conger-killing, Plu.2.966a.
Spanish (DGE)
-ον
matador de congriospalabra ficticia aplicada como epít. a una divinidad, Plu.2.966a.
German (Pape)
[Seite 500] Meeraale tödtend, Plut. sol. anim. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les congres.
Étymologie: γόγγρος, κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
γογγροκτόνος: шутл. убивающий угрей (ὥσπερ ὁ Ἀπόλλων λυκοκτόνος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γογγροκτόνος: -ον, ὁ τὰς ἐγχέλεις ἀποκτείνων, Πλούτ. 2. 966Α.
Greek Monolingual
γογγροκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει γόγγρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόγγρος + -κτόνος < κτείνω (πρβλ. αδελφοκτόνος, Βουλγαροκτόνος)].