γυναικοκτόνος
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
γυναικοκτόνον, murdering women, Ph.2.581, Cat.Cod.Astr.8(4).128.
Spanish (DGE)
-ον
asesino de mujeres παραστησόμενοι γυναῖκας τῷ ἱερῷ γυναῖκας οἱ γυναικοκτόνοι Ph.2.581, cf. Cat.Cod.Astr.8(4).128.
German (Pape)
[Seite 510] ὁ, Frauenmörder, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων γυναῖκας, Φίλων 2. 581.
Greek Monolingual
ο (Α γυναικοκτόνος)
φονιάς γυναικών
νεοελλ.
ο συζυγοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδροκτόνος, μητροκτόνος, πατροκτόνος)].