δίσευνος

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐσευνος Medium diacritics: δίσευνος Low diacritics: δίσευνος Capitals: ΔΙΣΕΥΝΟΣ
Transliteration A: díseunos Transliteration B: diseunos Transliteration C: disevnos Beta Code: di/seunos

English (LSJ)

δίσευνον, with two wives, AP 15.26 (Dosiad.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que tiene una segunda esposa Dosiad.7.

German (Pape)

[Seite 642] mit zwei Bettgenossinnen, Dosiad. ara 2 (XV, 26).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a deux (couches, càd) épouses.
Étymologie: δίς, εὐνή.

Russian (Dvoretsky)

δίσευνος: имеющий два ложа, т. е. двух жен или дважды вступивший в брак Anth.

Greek (Liddell-Scott)

δίσευνος: -ον, ὁ ἔχων δύο συζύγους, γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 15. 26.

Greek Monolingual

δίσευνος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο συζύγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + ευνή «κρεβάτι»].

Greek Monotonic

δίσευνος: -ον (εὐνή), αυτός που έχει δύο συζύγους, δίγαμος, σε Ανθ.

Middle Liddell

δίσ-ευνος, ον adj εὐνή
with two wives, Anth.