δεκαδικός
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
English (LSJ)
δεκαδική, δεκαδικόν, of the δεκάς (company of ten), Herm.in Phdr.p.137A. Adv. δεκαδικῶς Syrian.in Metaph.106.15.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1perteneciente a la decena μονάς Herm.in Phdr.137 (cf. δεκάς B I).
2 décuplo, que contiene una decena δεκαδικοὶ ἀριθμοί Gr.Naz.M.36.37B, ἡ δεκὰς πέρας μὲν ἐστι τῶν μοναδικῶν ἀριθμῶν, ἀρχὴ δὲ τῶν δεκαδικῶν Simp.in Ph.1168.26, cf. Syrian.in Metaph.145.29, Phlp.in de An.76.2.
II adv. -ῶς mediante los números décuplos Syrian.in Metaph.106.15.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαδικός: -ή, -όν, Λατ. denarius, ἀριθμός δ. Γρηγ. Ναζ. – Ἐπιρρ. -ῶς Γρηγ. Νύσσ. σ. 89.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεκαδικός, -ή, -όν) δεκάς
αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στη δεκάδα ή αποτελείται από δεκάδες
νεοελλ.
φρ.
1. «δεκαδικός αριθμός» — αριθμός που αποτελείται από ακέραιο και δεκαδικό κλάσμα, κλάσμα δηλ. το οποίο παριστάνει ένα ορισμένο πλήθος τών μερών που δίνει μια μονάδα αν διαιρεθεί σε υποπολλαπλάσια του δέκα
2. «δεκαδικό σύστημα» — το σύστημα αριθμήσεως και γραφικής παραστάσεως τών αριθμών που βασίζεται στη χρήση δέκα συμβόλων
3. «δεκαδικό μετρικό σύστημα» — σύστημα μέτρων και σταθμών κατά το οποίο όλες οι μετρικές μονάδες (μήκους, επιφάνειας, ύψους, βάρους κ.λπ.) έχουν δεκαδική σχέση προς τις μονάδες ανώτερης ή κατώτερης τάξεως.