δεκαταῖος
English (LSJ)
α, ον,
A for ten days, δ. τῶν νεκρῶν διεφθαρμένων Pl.R. 614b.
II ten days old, δεκαταίου δ' ἤδη ὄντος τοῦ ᾠοῦ Arist.HA 561a26; βρέφος Luc.Halc.5.
Spanish (DGE)
(δεκᾰταῖος) -α, -ον
I 1de diez días de vida δεκαταίου δ' ἤδη ὄντος ὁ νεοττὸς ὅλος διάδηλος (en el huevo), Arist.HA 561a26, βρέφη Luc.Halc.5
•de hace diez días, viejo de diez días de una verdura pasada AP 11.325 (Autod.).
2 que sucede a los diez días, al décimo día en uso pred. ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν cuando al décimo día fueron recogidos los cadáveres Pl.R.614b, ἧκεν δ. πρὸς τοὺς κατὰ τὸν Ἀδρίαν τόπους Plb.3.86.9, κατὰ τὸν Νεῖλον πλέοντες πολλοὶ δεκαταῖοι κατηντήκασιν εἰς Αἰθιοπίαν D.S.3.34, cf. Arr.An.1.1.5
•frec. en medic. θνήσκουσι δεκαταῖοι ... πυρετῷ συνεχεῖ Hp.Mochl.4, δ. ἤρχετο παρακόπτειν Hp.Epid.5.5, cf. 7.35, δ. ἐκρίθη Gal.9.935.
3 que ha sucedido diez días antes, hace diez días en uso pred. ἄνδρα ... ἥκειν φάσκοντα δεκαταῖον ἐξ Ἀθηνῶν a un hombre ... que afirmaba haber llegado hacía diez días de Atenas Plu.Sol.6, δεκαταῖοι ἐπτάκαμεν (l. ἐφθ-) εἰς τὴν μητρόπολιν PKöln 56.3 (I d.C.).
II en rel. c. δεκάτη de la décima parte, del diezmo σὺν δ[ε] κ[α] τ[α] ίῳ ... [φόρ] ῳ Call.Fr.186.3 (dud.).
German (Pape)
[Seite 543] zehntägig; βρέφος Luc. Halc. 5; gew. am zehnten Tage, z. B. ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν Plat. Rep. X, 614 b; Plut. Sol. 6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui se fait au bout de 10 jours, qui a lieu le 10ᵉ jour;
2 parvenu au 10ᵉ jour, âgé de 10 jours.
Étymologie: δεκάτη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκαταῖος -α -ον [δεκάτη] van tien dagen; meestal pred. op de tiende dag:. ἥκειν δ. op de tiende dag, na een reis van tien dagen aankomen Plut. Sol. 6.1.
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰταῖος:
1 десятидневный (νεοττός Arst.; βρέφος Luc.);
2 совершающийся на десятый день: ἥκειν δεκαταῖον ἐξ Ἀθηνῶν Plut. прийти на десятый день из Афин; ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν Plat. когда на 10-й день были убраны трупы.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαταῖος: -α, -ον, ὁ ἐν τῇ δεκάτῃ ἡμέρᾳ, Πλάτ. Πολ. 614Β· δεκαταίου δ᾿ ἤδη ὄντος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 5. ΙΙ. δέκα ἡμερῶν ἡλικίαν ἔχων, βρέφος Λουκ. Ἁλκ. 5.
Greek Monolingual
δεκαταῖος, -α, -ον (Α) δεκάτη
1. αυτός που έγινε τη δέκατη μέρα
2. ηλικίας δέκα ημερών.
Greek Monotonic
δεκαταῖος: -α, -ον (δεκάτη),
I. τη δέκατη ημέρα, σε Πλάτ.
II. ηλικίας δέκα ημερών, σε Λουκ.