διακανάσσω

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰνάσσω Medium diacritics: διακανάσσω Low diacritics: διακανάσσω Capitals: ΔΙΑΚΑΝΑΣΣΩ
Transliteration A: diakanássō Transliteration B: diakanassō Transliteration C: diakanasso Beta Code: diakana/ssw

English (LSJ)

only aor. 1, μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου; has aught run gurgling through thy throat? E.Cyc.157.

Spanish (DGE)

(διακᾰνάσσω) 1 atravesar gorgoteando de un líquido τὸν λάρυγγα E.Cyc.157.
2 sacudir, agitar Hsch.δ 1549.

French (Bailly abrégé)

traverser avec bruit.
Étymologie: διά, cf. καναχέω et ἐγκανάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακανάσσω [διά, καναχέω] gorgelend door... heen lopen:. μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου καλῶς; gorgelde het niet lekker door je keel heen? Eur. Cycl. 157.

Greek Monotonic

διακᾰνάσσω: μόνο στον αόρ. αʹ, μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου, μήπως τρέχει τίποτα γουργουρίζοντας ευχάριστα μέσα στο λαρύγγι σου; σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

διακᾰνάσσω: μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου; μήπως τι διῆλθε τὸν λάρυγγά σου μὲ (εὐχάριστον) κλωγμόν; Εὐρ. Κύκλ. 157· πρβλ. ἐγ-, ἐκ-κανάσσω.

Middle Liddell

only in aor1, μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου; has aught run gurgling through thy throat? Eur.